Θα ζούσα όπως ζω εδώ και 47 χρόνια κάνοντας την καρδιά μου πέτρα και ουδέποτε θα καταπατούσα την αξιοπρέπειά μου. Τι μπορεί να είναι πιο βαρύ από το να επιστρέψω ως όμηρος στα εδάφη που ζούσα ελεύθερος. Ενόσω η αγαπημένη μου πόλη δεν σπάζει τις αλυσίδες της σκλαβιάς, ούτε σε εκείνη τη θάλασσα θα έμπαινα ξανά, ούτε θα έβαζα μια ψάθινη καρέκλα μπροστά στην πόρτα και θα δροσιζόμουν. Κοίταζα με έκπληξη εκείνους που κάποτε πήγαιναν να γιορτάσουν τον κατακλυσμό εκεί. Ακόμα εκπλήσσομαι πώς το άντεχαν αυτό. Όταν κοιτάζω το Βαρώσι, βλέπω ένα πτώμα στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ορόφους ενός βομβαρδισμένου ξενοδοχείου. Ήταν η πιο ωραία πόλη αυτού του νησιού, η πόλη που γεννήθηκα. Οι Τούρκοι τη μετέτρεψαν σε φάντασμα. Της αφαίρεσαν τους πνεύμονες και την καρδιά. Μπορεί να μην με παίρνουν σοβαρά όταν λέω «δεν ξεχνώ». Μήπως αυτά είναι πράγματα που θα ξεχαστούν; Έτσι θα ήμουν, αν ήμουν Ελληνοκύπριος από το Βαρώσι. Έτσι θα σκεφτόμουν. Θα προτιμούσα να πεθάνω νοσταλγώντας την, παρά να την αγκαλιάσω αιχμάλωτη.
Αν ήμουν Ελληνοκύπριος, μόνο μια φορά θα περνούσα στην κατεχόμενη περιοχή όταν άνοιξαν οι πύλες. Δεν θα περνούσα άλλη φορά. Θα πήγαινα να έβλεπα το χωριό μου, τη γειτονιά μου, το σπίτι μου και ύστερα θα επέστρεφα πίσω με δάκρυα. Δεν θα λουζόμουν στη θάλασσα της Κερύνειας. Δεν θα έκανα πικνίκ στον Πενταδάκτυλο. Δεν θα ψάρευα στην Καρπασία. Δεν θα μπορούσε να ήταν φίλος μου κανένας Τουρκοκύπριος, ο οποίος δεν έχει απολύτως καμία ένσταση για τη σημαία στο βουνό και απορρίπτει το γεγονός ότι υπάρχει εισβολή και κατοχή στην Κύπρο. Αν ήμουν Ελληνοκύπριος δεν θα μπορούσε να ήταν φίλος μου κανένας Τουρκοκύπριος ο οποίος αρνείται τα εγκλήματα στο Παλαίκυθρο και στην Άσσια, όπως δεν είναι φίλος μου κανένας Ελληνοκύπριος που αρνείται τα εγκλήματα στα χωριά Μαράθα και Τόχνη. Δεν θα μπορούσε να ήταν φίλος μου και όποιος Τουρκοκύπριος γιορτάζει στις 20 Ιουλίου και όποιος Ελληνοκύπριος βλέπει μόνο την 20ή Ιουλίου και δεν βλέπει τη 15η Ιουλίου. Αν ήμουν Ελληνοκύπριος δεν θα αναρτούσα ποτέ ελληνική σημαία στο σπίτι μου, μόνο την κυπριακή σημαία θα αναρτούσα, αν αναρτούσα κάποια σημαία. Δεν θα ψήφιζα ποτέ κανέναν Ελληνοκύπριο πολιτικό που αγκαλιάζεται με τον υπουργό της κατοχικής χώρας.
Δεν είμαι Ελληνοκύπριος. Δεν είμαι και Τουρκοκύπριος. Έτσι γράφεται, έτσι λέγεται, όμως δεν είμαι. Είμαι όπως νιώθω τον εαυτό μου. Είμαι Κύπριος. Όμως, πάνω από όλα, είμαι άνθρωπος. Άνθρωπος που ζει πάντα με ένα όνειρο και μια ελπίδα ειρήνης σε αυτά τα χώματα από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Πάντα με ζώνει μια σαστιμάρα καθώς περιφέρομαι στους αγρούς μια ανοιξιάτικη μέρα ανάμεσα σε μαργαρίτες και τουλίπες. Πηγαίνω και χώνομαι πάνω στα βουνά. Πώς δεν μπόρεσαν οι άνθρωποι να ζουν αδελφικά μεταξύ τους σε αυτό τον παράδεισο. Πώς χτύπησαν και αφάνισαν ο ένας τον άλλον σε αυτή τη θαυμάσια φύση; Αν υπάρχει Θεός, μήπως εξαιτίας αυτού μας τιμώρησε; Μήπως είπε «αφού δεν τα καταφέρνετε να ζήσετε αδελφικά και να μοιραστείτε, σας αξίζουν όλα τα κακά»; Ουσιαστικά έπρεπε να ήμασταν ευχαριστημένοι που σε αυτό το νησί δεν ζουν μόνο Ελληνοκύπριοι ή μόνο Τουρκοκύπριοι. Αυτή η διαφορετικότητα είναι ένα χρωματιστό μωσαϊκό. Ένας να παίζει σάζι. Ένας μπουζούκι. Ένας τσιφτετέλι. Ένας συρτάκι. Τι ωραία. Εμείς δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε την αξία αυτής της ομορφιάς. Ε πατρίδα μου! Χτυπήσαμε, σκοτώσαμε. Συγχώρησέ μας. Ή μην μας συγχωρήσεις καθόλου, μα καθόλου! Άσε να σερνόμαστε, να υποφέρουμε, μέχρι να έρθει το μυαλό μας στο κεφάλι μας. Μέχρι που ο λαός των δύο πλευρών να μαζευτεί σε αυτά τα βουνά και να ξεχυθεί σε αυτές τις πεδιάδες. Να αναποδογυρίσει το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Να ξαποστείλει όλους τους διαπραγματευτές. Είναι μια πλήρης ουτοπία. Ένα πλήρες όνειρο, έτσι δεν είναι; Δεν μπορείς να είσαι ένας Τούρκος που λέει την αλήθεια σε αυτή τη χώρα. Σε λένε οπαδό των Ελληνοκυπρίων. Δεν μπορείς να είσαι ένας Ελληνοκύπριος που λέει την αλήθεια σε αυτή τη χώρα. Σε λένε οπαδό των Τούρκων. Γι’ αυτό, εγώ δεν είμαι τίποτα απ’ αυτά. Και είμαι μόνο Κύπριος. Αν ήμουν Ελληνοκύπριος θα διάλεγα Πρόεδρο γι’ αυτό το νησί έναν Τούρκο ειρηνόφιλο που θεωρεί και τους Έλληνες τόσο αδέλφια του όσο τους Τούρκους. Και εγώ ως Τουρκοκύπριος θα έκανα το ίδιο. Έναν τέτοιο Ελληνοκύπριο θα διάλεγα.
Γιατί έγραψα αυτό το άρθρο σήμερα; Πώς αλλιώς να χτυπήσω τον σοβινισμό που κλιμακώνεται και οξύνεται;