Την κυρία Ελευθερία την γνώρισα στην πορεία γυναικών στον Άγιο Κασσιανό. Ήταν νέα τότε. Την είχα ξεχωρίσει. Ήταν δυναμική, θαρραλέα, τολμηρή. Στεκόταν αγέρωχη μπροστά στους Τούρκους στρατιώτες. Ενθάρρυνε πολλές άλλες γυναίκες γύρω της. Επιδίωξα μετά τα επεισόδια και τις συλλήψεις να την γνωρίσω. Όταν έμαθα την ιστορία της ζωής της αντιλήφθηκα πλήρως από πού πήγαζε όλο εκείνο το σθένος.
Νεαρή κοπέλα το 1974 βίωσε ό,τι χειρότερο. Στο άνθος της ηλικίας της. Τον βιασμό σώματος και ψυχής από λυσσαλέα κτήνη. Ευτυχώς, όχι της ίδιας. Στο χωριό της δεν είχαν προλάβει να φύγουν. Οι δικοί της με νύχια και με δόντια κατάφεραν να την κρύψουν για να γλυτώσει. Από τις αποθήκες και τα αμπάρια όπου κρυβόταν, όμως, άκουγε τα σπαρακτικά ουρλιαχτά άλλων γυναικών. Οι κραυγές έσχιζαν την καρδιά της. Εγκλωβίστηκαν για πάντα στο μυαλό της.
Το 2003 όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, η κυρία Ελευθερία έκανε ένα τάμα. Το ακολουθεί έκτοτε πιστά. Κάθε 14η Αυγούστου ακολουθεί ένα οδοιπορικό πόνου. Σκληρό αλλά συνάμα και λυτρωτικό. Από τη μια λειτουργεί σαν μαχαίρι. Που στριφογυρίζει βασανιστικά σε ανοικτή πληγή. Από την άλλη, σαν οξυγόνο ζωής. Σαν καθαρτήριο μυαλού, καρδιάς και ψυχής. Σβήνει την απαισιοδοξία την οποία προκαλούν οι ηγετίσκοι αυτού του τόπου. Κρατάει αναμμένη τη φλόγα της κατεχόμενης πατρίδας.
Για πολλά χρόνια, αυτό το οδοιπορικό το έκανε με τους γιους της. Πάλευε μέσα από ζωντανές εικόνες να τους μεταφέρει όλο το κομμάτι της άλλης μισής πατρίδας. Να το σφραγίσει στο μυαλό και στην καρδιά τους. Να το νιώσουν ολόδικό τους. Από περιοχή σε περιοχή. Από χωριό σε χωριό. Από μνημείο σε μνημείο. Από εκκλησιά σε εκκλησιά… Ήθελε να είναι σίγουρη ότι ποτέ δεν θα χαρίσουν αυτή την πατρίδα σε οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.
Με καλούσε χρόνια να τη συνοδεύσω σε ένα από αυτά τα ιερά προσκυνήματα. Πριν μερικά χρόνια, αποφάσισα να το κάνω. Περισσότερο από περιέργεια. Να δω πώς το ζει. Πώς το νιώθει. Πώς την αγγίζει. Εκείνη την ημέρα δεν ήταν πλέον μόνο με τους γιούς της. Είχε αρχίσει να παίρνει μαζί της και το μικρό της εγγονάκι. Τον Λευτεράκη. Μόλις οκτώ χρόνων. Ήθελε να τον μυήσει σε εκείνη την ιεροτελεστία.
Τους ακολουθούσα, προσπαθώντας να μην μιλώ. Δεν ήθελα η παρουσία μου να ενοχλούσε το προσκύνημα. Η ιεροτελεστία μεταφερόταν από περιοχή σε περιοχή. Η κυρία Ελευθερία μιλούσε ακατάπαυστα. Για κάθε σημείο είχε κάτι να πει. Να περιγράψει. Να μεταφέρει κάποιο βίωμά της. Τι και αν ήμασταν για ώρες στο λιοπύρι. Τι και αν η ίδια είχε ήδη μερικά χρονάκια, που κανονικά έπρεπε να την δυσκολεύουν. Κάθε άλλο. Όσο περπατούσαμε τόσο ζωντάνευε. Λες και εισερχόταν συνεχώς καθαρό οξυγόνο στους πνεύμονές της.
Κάποια στιγμή ανεβήκαμε στο μαρτυρικό παλληκαρόβουνο. Ο ήλιος έλιωνε πέτρες. Εκείνη, όμως, ήταν απτόητη. Έλεγε ιστορίες από μάχες. Μιλούσε για σπουδαίους ήρωες. Φτάνοντας στις παρυφές του Αγίου Ιλαρίωνα σταμάτησε. Το βλέμμα της έγινε σκυθρωπό. Για λίγα δευτερόλεπτα μόνο. Μετά έλαμψε ξανά. Και άρχισε να μιλά: “Ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης. Διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών. Ηρωικά πεσών. Ο Ελλαδίτης αξιωματικός, που άναβε τη φλόγα στην ψυχή των καταδρομέων λέγοντάς τους, “Κομάντος μου, μην ξεχνάτε: Όταν τελειώνουν οι σφαίρες και οι φυσικές δυνάμεις, πολεμάει η ψυχή”. Ο Λευτεράκης διέκοψε το μονόλογό της: «Γιαγιά, μα η Ελλάδα πολέμησε εδώ; Γιατί ηττηθήκαμε τότε;». Η κυρία Ελευθερία τον κοίταξε αλλά δεν απάντησε…
Μετά από ώρα, φτάσαμε στην περιοχή του Κάτω Δικώμου. Η κυρία Ελευθερία φωτίστηκε ξανά. Η κινηματογραφική ταινία, που περνούσε μπροστά από τα μάτια της συνέχιζε. “Αντισυνταγματάρχης Στυλιανός Καλμπουρτζής. Ο ελλαδίτης διοικητής της 181ης Μοίρας Πυροβολικού. Συγχαρί. Ηρωικώς πεσών υπέρ πατρίδος…”. Ήθελε να πει κι άλλα. Όμως, ο Λευτεράκης τη διέκοψε ξανά. «Γιαγιά, δεν μου απάντησες. Η Ελλάδα ήταν εδώ. Πολέμησε μαζί μας;». Αυτή τη φορά δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Προχώρησε με βήμα ταχύ…
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο ένας της γιος με είχε ενημερώσει ότι το προσκύνημα κάθε χρόνο τελειώνει στον Τύμβο Μακεδόνιτισσας. Η κυρία Ελευθερία πήρε τον Λευτεράκη από το χέρι και προχώρησαν μπροστά. Περνούσαν από τάφο σε τάφο. Σταματούσαν και εκείνη διάβαζε: «Λοχίας Μπαγιώργος Παναγιώτης». Προχώρησε στον διπλανό τάφο: «Λοχίας Αθανασίου Νικόλαος». Το σκηνικό επαναλαμβανόταν. Ο μικρός άκουγε τα ονόματα διαδοχικά: Ελευθερόπουλος Θεμιστοκλής, Ζαχαράτος Εμμανουήλ, Τσουκαλάς Νικόλαος, Βολακάκης Μάριος, Γαλάνης Αναστάσιος, Γκούρος Δημήτριος…
Ο Λευτεράκης επανήλθε. Έτσι είναι τα παιδιά. Αν δεν τους λύσεις τις απορίες τους… «Γιαγιά, πες μου σε παρακαλώ. Όλοι αυτοί είναι Έλληνες; Άρα η Ελλάδα πολέμησε μαζί μας;». Πρόλαβα να συλλάβω το βλέμμα της. Δεν βγήκε λέξη από τα χείλη της. Τα μάτια της, όμως, δεν συγκράτησαν τα δάκρυα… Έλεγαν πολλά.
Φτάσαμε στο σπίτι. Η κυρία Ελευθερία πήγε να ψήσει καφέδες. Ο γιος της, ο πατέρας του Λευτέρη, προσπάθησε να του εξηγήσει ότι ελλαδίτες πατριώτες βρισκόντουσαν στην Κύπρο. Ότι πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Κύπρο μας. Αλλά σε συνθήκες προδοσίας. Πού να καταλάβει μικρό παιδάκι αυτή την τόσο βαθειά και τόσο επώδυνη έννοια… Του εξήγησε μόνο ότι οι ηγέτες στην Ελλάδα δεν έκαναν εκείνο που όφειλαν. Εκείνο που προσδοκούσαμε.
Η κυρία Ελευθερία ήρθε με τους καφέδες. Και με κατακόκκινα μάτια. Λάτρευε την Ελλάδα. Η ψυχή της πλημμύριζε από κάθε τι ελληνικό. Την ένιωθα. Εκείνη την στιγμή πονούσε πολύ. Δεν θα απαρνιόταν ποτέ την λατρεμένη της Ελλάδα. Όχι, όμως, και τους ηγετίσκους. Έπρεπε να εξηγήσει στον Λευτεράκη.
Του έδωσε ένα μικρό βιβλίο. Το άνοιξε σε μια σελίδα. Ήταν ποίημα του τεράστιου Κώστα Μόντη. Διάβασε στο εγγονάκι της:
Την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει…
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»
και την περιμέναμε
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε…
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες…
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα
κάτι πανηγυρισμούς
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει
λυπόταν, δεν το περίμενε
ειλικρινά λυπόταν
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Τα δάκρυα έτρεχαν σαν ποτάμι…