Έκθεση επί των αντιπλημμυρικών, αντικατολισθητικών και αντιδιαβρωτικών παρεμβάσεων και μέτρα προστασίας υπόγειων και επιφανειακών υδάτων στις πληγείσες από την πυρκαγιά της 3ης Ιουλίου 2021 στις ορεινές περιοχές των επαρχιών Λεμεσού και Λάρνακας Κύπρου, υπέβαλε στον υπουργό Γεωργίας ο καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, Ευθύμιος Λέκκας. Ο καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών μαζί με την εξειδικευμένη ομάδα του βρέθηκαν, κατόπιν πρόσκλησης του υπουργείου Γεωργίας, στις πυρόπληκτες περιοχές, με στόχο τη δική τους συμβολή στη μείωση των επιπτώσεων από τη μεγάλη πυρκαγιά.
Η έκθεση υποβλήθηκε στον Υπουργό Γεωργίας στις 10 Αυγούστου 2021. Την ίδια μέρα, δόθηκαν οδηγίες στα αρμόδια Τμήματα για άμεση έναρξη υλοποίησης όλων των εισηγήσεων που καταγράφονται στην έκθεση. Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές από τις εισηγήσεις αυτές συμπίπτουν με τις εισηγήσεις των Τμημάτων Αναπτύξεως Υδάτων, Δασών και Γεωλογικής Επισκόπησης, τα οποία είχαν αρχίσει τη μελέτη διενέργειας αντιπλημμυρικών, αντιδιαβρωτικών και αντικατολισθητικών έργων στην περιοχή, αμέσως μετά την καταστροφική πυρκαγιά.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στην έκθεση της ομάδας Λέκκα καταγράφονται απόψεις σχετικά με τις αντιπλημμυρικές και αντικατολισθητικές παρεμβάσεις, καθώς και μέτρα προστασίας υπόγειων και επιφανειακών υδάτων και αντιδιαβρωτικές παρεμβάσεις. Στα πρώτα έργα που προτείνονται για να αποφευχθούν οι πλημμύρες τον ερχόμενο χειμώνα είναι τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα.
Επισημαίνει ότι η επιλογή των θέσεων αντιπλημμυρικών παρεμβάσεων τύπου «συρματοκιβωτίων» εκτιμάται ότι είναι ιδανική, ειδικά σε ό,τι αφορά το πλήθος και την κατανομή των θέσεων.
Καταγράφει σε χάρτη 66 προτεινόμενες παρεμβάσεις με την προσθήκη δύο θέσεων κομβικών όπου υπάρχει συνένωση μεγάλων κλάδων του υδρογραφικού δικτύου. Η πρώτη θέση είναι ανάντη της κοινότητας Ακαπνού και πλησίον της κοινότητας Λάγεια. Τα συγκεκριμένα σημεία αποτελούν σημαντικούς κόμβους του υδρογραφικού δικτύου, όπου αναμένεται συγχρονισμός της απορροής σε περίπτωση καταιγίδας λόγω του μεγέθους και του σχήματος των υπολεκανών που απορρέουν στις συγκεκριμένες θέσεις.
Προτείνεται επίσης σε αυτές αλλά και σε άλλες κομβικές θέσεις ανάσχεσης, όπου υπάρχει συνένωση μεγάλων κλάδων του υδρογραφικού δικτύου, να κατασκευασθούν πολλαπλά ανασχετικά φράγματα αντί για ένα. Η ανάπτυξη πολλαπλών φραγμάτων σε σειρά και σε κοντινή απόσταση (της τάξεως των 20 m) αναμένεται, σε βάθος χρόνου, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, καθώς τα ανασχετικά φράγματα εκτιμάται ότι λόγω της πλήρωσης από φερτά υλικά είναι πιθανό μετά από κάποιους μήνες (ανάλογα με τους ρυθμούς διάβρωσης) να σταματήσουν να λειτουργούν. Η παρουσία πρόσθετων φραγμάτων σε μικρή απόσταση στις κομβικές θέσεις θα εγγυηθούν τη λειτουργία των φραγμάτων με σωστό τρόπο και μέχρι να γίνει συντήρηση από τις υπηρεσίες.
Όσον αφορά την κατολισθητική επιδεκτικότητα της πυρόπληκτης περιοχής, οι μελετητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Κατολισθητικής Επιδεκτικότητας για την πρωταρχική εκτίμηση. Για την εκπόνηση του χάρτη αυτού έχουν ληφθεί υπ’ όψιν κλιματικά, μορφολογικά, γεωλογικά στοιχεία και στοιχεία χρήσεων / κάλυψης γης, τα οποία έχουν ενταχθεί σε μια χωρική πολυκριτιριακή ανάλυση ως κύριοι παράγοντες, που συμβάλλουν στην εκδήλωση κατολισθήσεων.
Με βάση τους επιμέρους χάρτες, που προέκυψαν, διαπιστώνεται ότι οι επιδεκτικές σε κατολισθητικά φαινόμενα περιοχές εντοπίζονται στο δυτικό, βόρειο και ανατολικό τμήμα της πυρόπληκτης περιοχής. Τα τμήματα αυτά χαρακτηρίζονται από μεγάλες μορφολογικές κλίσεις, που αποδίδονται σε ενεργές τεκτονικές δομές και έντονες εξωγενείς διεργασίες διάβρωσης. Η κατολισθητική επιδεκτικότητα σε αυτές τις περιοχές κυμαίνεται από μέση έως πολύ υψηλή.
Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες επιδεκτικές σε κατολίσθηση περιοχές, υπάρχουν και περιοχές με ελάχιστη κατολισθητική επιδεκτικότητα, που εντοπίζονται στο νότιο τμήμα της πυρόπληκτης περιοχής και ειδικότερα στον Αραπακά και στην Επταγώνεια και στις παρακείμενες περιοχές αυτών, στο ανατολικό τμήμα της πυρόπληκτης περιοχής και ειδικότερα στην περιοχή Οράς και στο βόρειο τμήμα της πυρόπληκτης περιοχής και ειδικότερα στην περιοχή της Μελίνης. Χαρακτηρίζονται από ήπιες μορφολογικές κλίσεις και πολύ χαμηλή έως χαμηλή κατολισθητική επιδεκτικότητα.
Οι περιοχές με υψηλό κατολισθητικό κίνδυνο, που επισημάνθηκαν από την υπαίθρια αναγνώριση του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης στο οδικό δίκτυο και στις κατοικημένες περιοχές της πυρόπληκτης περιοχής, περιλαμβάνουν τμήματα του οδικού δικτύου στα νοτιοδυτικό, βόρειο και ανατολικό τμήμα της πυρόπληκτης περιοχής. Οι περιοχές αυτές, όπως προκύπτουν από τις παρατηρήσεις του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, χαρακτηρίζονται από έντονη μορφολογία με μεγάλες κλίσεις, και τεκτονική δομή, που περιλαμβάνει εκτός των άλλων δομών και ενεργά ρήγματα.
Από τη σύγκριση των συμπερασμάτων, στα οποία κατέληξαν οι μελετητές και το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, διαπιστώνεται ταύτιση όσον αφορά τις περιοχές, όπου πρέπει να εστιάσει η μεταπυρική έρευνα και οι μεταπυρικές δράσεις διαχείρισης του κατολισθητικού κινδύνου.
Τα προτεινόμενα από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης μέτρα για την αποκατάσταση των συνθηκών ευστάθειας των πρανών στην πυρόπληκτη περιοχή προβλέπονται από τη διεθνή πρακτική για τη διαχείριση των επιπτώσεων μεταπυρικών φαινομένων και ειδικότερα για τον περιορισμό και την εξάλειψη επιπτώσεων από κατολισθητικά φαινόμενα.
Ικανοποιητικά και ιδανικά για περιορισμό της αστάθειας
Μέτρα, όπως η συντήρηση και κατασκευή ρείθρων στη βάση των ασταθών πρανών, η τοποθέτηση πλέγματος για σταθεροποίηση πρανών και συγκράτηση των ασταθών υλικών τους, η μηχανική αποκόλληση των ασταθών βραχωδών τεμαχίων από τα πρανή, είναι ικανοποιητικά και ιδανικά για τον περιορισμό της αστάθειας κατά μήκος πρανών σε πυρόπληκτες περιοχές. Επιπλέον, έχουν προταθεί, έχουν γίνει αποδεκτά και έχουν εφαρμοστεί σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις ασταθειών και αστοχιών πρανών και στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεών τους σε πυρόπληκτες περιοχές στην Ελλάδα με παρόμοιες γεωπεριβαλλοντικές συνθήκες με αυτές, που δημιουργήθηκαν και καταγράφηκαν μετά την πυρκαγιά της Κύπρου στις αρχές Ιουλίου, συμπεριλαμβανομένων των πυρόπληκτων περιοχών στην Πελοπόννησο το 2007, στη Νεάπολη Λακωνίας το 2015, στη Χίο το 2016 και στα Κύθηρα το 2017.
Μέτρα μείωσης του κινδύνου διάβρωσης
Τα προτεινόμενα από το Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων μέτρα μείωσης του κινδύνου διάβρωσης, θεωρούνται ικανοποιητικά. Προτείνεται η συντήρηση και ανακατασκευή των υφιστάμενων αναβαθμών, οι λεγόμενες ξερολιθιές, οι οποίοι λειτουργώντας ως αναλημματικοί τοίχοι, εμπόδιζαν τη διάβρωση του εδάφους και το συγκρατούσαν εντός της αναβαθμίδας. Παράλληλα, με τον πρωταρχικό στόχο της εκμετάλλευσης των εδαφών για την αγροτική παραγωγή, τα συστήματα των αναβαθμών/ξερολιθιών εξασφάλιζαν πλήθος από οφέλη τόσο για το περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες.
Οι κύριοι σκοποί κατασκευής αναβαθμών/ξερολιθιών συνοψίζονται ως εξής:
- Ανακατανομή του εδαφικού υλικού στις πλαγιές με ρηχό ή μέτριο βάθος εδάφους.
- Αύξηση του βάθους του ριζοστρώματος των φυτών για την καλύτερη απορρόφηση θρεπτικών στοιχείων και νερού.
- Μεταβολή μίας επικλινούς επιφάνειας με μεγάλη κλίση σε λιγότερο κεκλιμένη, βελτιώνοντας έτσι την πρόσβαση και διευκολύνοντας τις αγροτικές εργασίες.
- Καθαρισμός ενός αγρού από πέτρες που παρεμποδίζουν την καλλιέργεια και προκαλούν φθορές στα γεωργικά μηχανήματα.
- Συγκράτηση του νερού της βροχής, με σκοπό τη μείωση της επιφανειακής απορροής του νερού και την αύξηση της απορρόφησής του από το έδαφος, καθιστώντας έτσι μεγαλύτερη τη διαθεσιμότητά του στα φυτά κατά τους άνυδρους μήνες του έτους, καιεμπλουτίζοντας τους υδροφόρους ορίζοντες.
- Έλεγχος της διάβρωσης του εδάφους σε κάθε επικλινή περιοχή, τόσο από τη δράση του νερού όσο και από τον αέρα. Σε νησιωτικές περιοχές, όπου οι βροχές είναι σπάνιες (συνήθως ραγδαίες) και οι ισχυροί άνεμοι πολύ συχνοί, η διάβρωση του εδάφους είναι ένας από τους πλέον περιοριστικούς παράγοντες για τη βλάστηση.
- Προστασία κατά τη διάρκεια ακραίων καιρικών φαινομένων, αποτρέποντας πλημμύρες, συντελώντας στη δημιουργία τοπικού μικροκλίματος και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για την υποστήριξη πλήθους οργανισμών, οδηγώντας έτσι σε αύξηση της βιοποικιλότητας.