Menu Close

Αναρτήσεις

Ομιχλώδη τοπία από τον χαμένο παράδεισοú



Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 24/11/2020
Από τον Απρίλιο δεν πέρασα στον νότο. Η τελευταία μου διέλευση ήταν στα μέσα Μαρτίου. Ύστερα ο μπελάς του κορωνοϊού μας έκλεισε στα σπίτια μας. Εμείς μείναμε στο ένα μισό, οι φίλοι μας στο άλλο μισό. Ύστερα μάσκες, αντισηπτικά. Κάποιος έφερε τζελ καθαρισμού των χεριών. Έβαλε και στο δικό μου γραφείο. Οι φίλοι έγραψαν στην πόρτα της εφημερίδας ότι «δεν εισέρχεται κανείς χωρίς μάσκα». Σαν να μην έφτανε αυτό, κόλλησαν μια τέτοια επιγραφή και στη δική μου πόρτα. Είχα επισκέπτες χωρίς μάσκα. Χαιρετιστήκαμε κάνοντας χειραψία με τις γροθιές μας και κάποιοι βάζοντας το χέρι στην καρδιά. Ουφ! Τι καταστάσεις είναι αυτές; Δεν συνήθισα. Ούτε και θα συνηθίσω μου φαίνεται. Στο γραφείο μου δεν έβαλα ποτέ μάσκα. Και δεν θα βάλω. Οι επισκέπτες μου λάμβαναν μέτρα πιο πολύ από εμένα.

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα αρρώστησα μια φορά. Ένα πρωί ξύπνησα καταϊδρωμένος. Ζέστη, κρύο. Μια διάθεση όπως αυτή που ονομάζουν «ράκος» κατά τη διάρκεια μιας γρίπης. Δεν πήγα στο νοσοκομείο. Άλλωστε, ούτε στο παρελθόν πήγα ποτέ στον γιατρό σε παρόμοιες καταστάσεις. Μήπως είναι μια συνήθεια από την παιδική ηλικία αυτή; Η μητέρα μου πάντοτε με έκανε καλά με τρόπους που η ίδια ήξερε. Είχα μιαν οικογένεια η οποία θεωρούσε πως δεν χρειαζόταν να τρέχει στον γιατρό για μιαν απλή ασθένεια όπως η γρίπη. Έτσι ήταν όλοι στη γειτονιά μας. Κανείς δεν πήγαινε στο νοσοκομείο άμα δεν είχε κάτι σοβαρό. Ήταν φτωχοί άνθρωποι. Μερικά χάπια, μια κρύα πετσέτα στο μέτωπο, τσάι δυόσμο και ζεστή σούπα. Όλοι έτσι το ξεπερνούσαν. Κανείς δεν ήξερε αυτό που λέγεται τσεκ-απ.

Όταν έμεινα στο κρεβάτι με έτριψαν με ξίδι. Το κεφάλι μου, το κορμί μου, τα πόδια μου. Αν και μου είπαν να πάμε στο νοσοκομείο, δεν πήγα. Αν πήγαινα, θα με έβαζαν σίγουρα μέσα για κορωνοϊό και θα με έθεταν σε καραντίνα. Βήχα, πονοκέφαλο. αναγούλες δεν είχα. Ίσως να μην το πιστεύετε, αλλά το ξεπέρασα μέσα σε μια μέρα. Επέστρεψα ξανά στο γραφείο μου στην εφημερίδα.

Παλιά δεν λέγαμε ο ένας στον άλλο «να φροντίζεις καλά τον εαυτό σου». Ήταν και αυτό κάτι το οποίο μπήκε μετά στη ζωή μας. Τονίζουν επισταμένως: «να φροντίζεις καλά τον εαυτό σου»! Πώς να φροντίζουμε καλά τον εαυτό μας; Σαν να είμαστε σε έναν πόλεμο. Σε ένταση. Νευρικοί. Στρες πολύ. Μια κοινότητα που, όταν δεν μπόρεσε να δει το φως που έψαχνε για έξοδο από το τούνελ, έχασε την ανοχή της και έπιασε ο ένας τον άλλον από τον λαιμό. Είναι ένα σοβαρό πρόβλημα η ψυχική υγεία. Άρχισαν να μην λέγονται πράγματα χωρίς βρισιές. Βρισιές, όλο βρισιές! Δεν γράφονται εδώ. Άλλες είναι οι βρισιές των Κυπρίων, άλλες των εκ Τουρκίας. Όλες έχουν σχέση με τη σεξουαλικότητα. Καθώς τα έγραφα αυτά, θυμήθηκα τη διαμάχη με βρισιές που είχαν ένας Τούρκος εργάτης στη Γερμανία και ένας Γερμανός. Όταν κλιμακώθηκε η λογομαχία, ο Τούρκος εξερράγη: «Γ..ώ την μάνα σου», του είπε. Τι να κάνει ο Γερμανός; Να θυμώσει, να παίξει γροθιές; Καθόλου δεν επέλεξε εκείνο τον δρόμο. Αντιθέτως, στάθηκε απέναντί του με πολύ ήπιο τρόπο και του είπε: «Είσαι σοβαρός φίλε; Θες τη μάνα μου; Έλα να σε πάρω σε αυτήν αμέσως. Εδώ και χρόνια περιμένει ένα παλικάρι όπως εσύ!»

Από τότε που άνοιξαν οι πύλες, πρώτη φορά δεν μπορέσαμε να συναντηθούμε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Νοστάλγησα τον Ανδρέα, τον Σπύρο, τον Καννάουρο, τον Σταύρο και τον γλυκύτατο Χριστόφορο με την οικογένειά του στον Αστρομερίτη. Έμαθα από φίλους ότι αρρώστησε. Ευχήθηκα υγεία από μακριά. Πέθανε ο Τάσος, λέει. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία του. Έπρεπε να ήταν παράδεισος αυτή η χώρα, όχι η χώρα των πεζεβέγκηδων. Δεν μπορέσαμε, δεν καταφέραμε να φέρουμε πίσω τον χαμένο παράδεισο. Από τη μια δεν μπορέσαμε να βρούμε λύση σε αυτό το καταραμένο πρόβλημα και από την άλλη μας χτύπησε και αυτός ο κορωνοϊός. Είχαμε μοιραστεί ούτως ή άλλως. Από την άνοιξη φτάσαμε στον χειμώνα. Ήρθαν τα σύννεφα και οι βροχές.

Θυμήθηκα ξανά το ανέκδοτο. Όταν ένα βράδυ τα μεσάνυχτα στην Κωνσταντινούπολη ένας μεθυσμένος φώναξε σε ένα ήσυχο σοκάκι «μωρέ πεζεβέγκηδες», άνοιξαν όλα τα παράθυρα ξαφνικά και βγήκαν κεφάλια έξω. Ο άνδρας που το είδε αυτό μονολόγησε λέγοντας: «Πόσοι πολλοί είναι, πόσοι πολλοί»!

Posted in By Cyclamen

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *