Menu Close

Αναρτήσεις

Κωδικό μήνυμα: Ανέβασέ τους στο τρένο (2)

Ο πέμπτος μάρτυρας. Ο Γιαλτσίν Κιουτσιούκ. Δεν είναι κάποιος τυχαίος. Είναι ο πιο γνωστός ανάμεσα στους μάρτυρες. Είναι γνωστός καθηγητής και πολιτικός επιστήμονας. Συμμετείχε ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού στην επιχείρηση της Κύπρου το 1974. Διηγήθηκε και προηγουμένως τη θηριωδία στην οποία έγινε μάρτυρας σε αυτό τον πόλεμο. Η καθηγήτρια Σοφία Ιορδανίδου συγκέντρωσε τις αναμνήσεις του σε ένα βιβλίο. Το όνομα του βιβλίου: «Κύματα κύματα »… Ακόμα δεν μεταφράστηκε στα τουρκικά. Εδώ σας μεταφέρω συνοπτικά αυτά που διηγήθηκαν οι μάρτυρες. Μπορείτε να διαβάσετε το σύνολό τους στο βιβλίο του Ρονί Αλασόρ.

Διηγείται τα εξής ο Γιαλτσίν Κιουτσιούκ:

«Μου ανατέθηκαν καθήκοντα στη δεύτερη επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε στις 14 Αυγούστου 1974. Μας έφεραν από τη Μερσίνα στην Κερύνεια. Από εκεί εγκατασταθήκαμε στο Γκιόνελι, λίγο βορείως της Λευκωσίας. Μου ανατέθηκαν καθήκοντα στο αεροδρόμιο Ερτζιάν, στην Τύμπου και στην Άσσια. Εγώ με τους στρατιώτες που είχα υπό τη διοίκησή μου πήρα την Αμμόχωστο από τους Ελληνοκύπριους. Έμεινα πολύ στο Βαρώσι. Επειδή αντιτάχθηκα στο πλιάτσικο και στις ασχημίες κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, με αποκαλούσαν ‘μάγκα προφέσορα’. Οι περισσότεροι αξιωματικοί έγιναν πλούσιοι κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στην Κύπρο. Μετέφεραν στα σπίτια τους στην Τουρκία αυτοκίνητα που ανήκαν σε Ελληνοκύπριους, ωραία έπιπλα και αντικείμενα… Είναι δύσκολο να εμποδίζεις τα πάντα. Ειδικά οι φασίστες Τούρκοι αξιωματικοί, λοχίες, δεκανείς και στρατιώτες ηγούνταν των δολοφονιών και του πλιάτσικου… Στην Τύμπου είδα μιαν από τις μεγαλύτερες θηριωδίες.

Όταν πήγαμε εκεί, το χωριό ήταν τελείως άδειο. Είπα να ξεκουραστώ λίγο σε μια σκιά. Εκείνη την στιγμή άκουσα πυροβολισμούς και μιαν φωνή να φωνάζει στα τουρκικά ‘σκότωσα Θεέ μου, σκότωσα’. Πήγα προς το μέρος από το οποίο προήλθαν οι πυροβολισμοί. Είχαν αδειάσει δύο γεμιστήρες σφαίρες στην μήτρα μιας Ελληνοκύπριας γυναίκας, λίγο παχουλής, με μικρά χέρια ανάλογα με το κορμί της, που φαινόταν από κάθε τι πάνω της πως ήταν με ειδικές ανάγκες, με χέρια δεμένα και δεν είχε διανοητική ισορροπία. Όταν πήγα στο μέρος του γεγονότος, η γυναίκα ήταν ακόμα ζωντανή, σπαρταρούσε λίγο, από την μήτρα της κρεμόντουσαν σαν τσαμπί σταφύλι και έτρεχαν  αίματα. Η γυναίκα είπε ‘αυτά τα χώματα είναι δικά μου, δεν εγκαταλείπω το χωριό μου’. Γκρεμίστηκε ο κόσμος μου όταν ένας διοικητής με βαθμό λοχαγού ήρθε και συγχαίροντας τους δύο δολοφόνους στρατιώτες, είπε ‘η αποστολή επιτεύχθηκε, η νίκη ολοκληρώθηκε φίλοι’. Ύστερα λογομάχησα μαζί του. Η οργή μου αυξήθηκε πολύ. Πήρα την γυναίκα μαζί με τους δύο στρατιώτες. Την τυλίξαμε με μιαν κουβέρτα, την μεταφέραμε και την θάψαμε. Ακόμα θυμάμαι καλά πού είναι ο τάφος. Πήγα και εγώ σε πολλές ληστείες στο Βαρώσι. Οι στρατιώτες είχαν μείνει νηστικοί 15-20 μέρες. Πήγα και εγώ σε καταστήματα και έβαλα να τα ληστέψουν».

Ο έκτος μάρτυρας. Ο Καζίμ Χάμογλου. Διηγείται τα εξής:

«Προσγειωθήκαμε στις 21 Ιουλίου. Ύστερα μάθαμε ότι το μέρος αυτό ήταν ένα τουρκικό χωριό κοντά στα βουνά του Πενταδακτύλου που βρισκόταν ανάμεσα στην Κερύνεια και τη Λευκωσία. Μόλις προσγειωθήκαμε τρομάξαμε με τους πυροβολισμούς. Οι Ελληνοκύπριοι ήταν σε πιο ισχυρή θέση από εμάς στις πρώτες δύο μέρες. (…) Όταν σηκωθήκαμε ένα πρωί, είδαμε μιαν ηλικιωμένη γυναίκα που πότιζε λουλούδια πάνω σε μιαν στέγη. Ένας Τούρκος, που ήταν γνωστό πως ήταν Θρακιώτης, πυροβόλησε και σκότωσε αυτή την γυναίκα με μιαν σφαίρα από απόσταση 500 μέτρων. Δεν πειράξαμε τους ηλικιωμένους και τους αρρώστους που δεν μπορούσαν να φροντίζουν τον εαυτό τους, όμως τους αφήσαμε μόνους για να πεθάνουν από την πείνα και την αρρώστια. Ήταν ευρέως διαδεδομένα ανάμεσα στους στρατιώτες το πλιάτσικο, η ασέλγεια και η κλεψιά. Έπαιρναν ό,τι έβρισκαν, χρήματα, τσιγάρα, λάφυρα. Αφότου βιάζονταν οι γυναίκες, μερικές απ’ αυτές δολοφονούνταν…»

Ο έβδομος μάρτυρας. Ο Μαχμούτ Ρενάς:

«Υπήρχαν 360-370 στρατιώτες στο αεροπλάνο μας κατά την επιδρομή. Περίπου 260 στρατιώτες μας κάηκαν και έχασαν την ζωή τους. Πήγαμε στο χωριό Δίκωμο. Εκεί υπήρχαν Τούρκοι δημοσιογράφοι. Μας οδήγησαν πάνω από λάκκους. Ήταν γεμάτοι πτώματα. Τα πτώματα ανήκαν σε περίπου 50 άμαχους ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν γυναίκες, ηλικιωμένοι και νέοι. Οι στρατιώτες τα κάλυψαν με ασβέστη και τους έριξαν νερό. Τα πτώματα σχεδόν καίγονταν. Αργότερα αυτές οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν παρουσιάστηκαν διαφορετικά από τον τουρκικό Τύπο όπου γράφτηκε πως με αυτή την μέθοδο σκότωναν οι Ελληνοκύπριοι τους Τούρκους. Όμως, όλοι γνώριζαν πως ανήκαν σε Ελληνοκύπριους τα πτώματα που κάηκαν με άσβεστο ασβέστη. (…) Οι Ελληνοκύπριοι που πιάνονταν αιχμάλωτοι στέλνονταν συνήθως προς τις μεριές της Κερύνειας. Όμως ειδικά οι νεαρές γυναίκες και τα κορίτσια δε μπορούσαν να γλιτώσουν από την οργή των αξιωματικών».

Ο όγδοος μάρτυρας. Ο Χουσεϊν Παζαρτζικλί διηγείται:

«Όταν υπηρετούσα στην Ταξιαρχία Καταδρομέων Αλεξιπτωτιστών στην Καισάρεια, στάλθηκα στην επιχείρηση της Κύπρου το 1974. (…) Οι Ελληνοκύπριοι μπόρεσαν να απαντήσουν μόνο κατά τις πρώτες μία δύο μέρες στα όπλα. Οι βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα είχαν μετατρέψει σε κόλαση τα πάντα: Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με νεκρούς που είχαν φουσκώσει και μύριζαν άσχημα στη ζέστη του Αυγούστου».

(Συνεχίζεται)

Sener Levent

Posted in Politics, Από Πολίτη, Κοινωνικά

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *