Menu Close

Αναρτήσεις

Ανάμνηση του λιμανιού σκαφών αναψυχής της Κερύνειας

Μήπως αυτές είναι οι πρώτες φωτογραφίες του 1974; Με αυτή την ημερομηνία τις ανάρτησε ο αγαπητός μας φίλος Ερντάλ Εργιένερ; Ένας στρατιώτης περπατάει στο έρημο λιμάνι κρατώντας το ντουφέκι του και φορώντας το κράνος του. Στο πρόσωπό του έχει μούσι τουλάχιστον μίας βδομάδας. Είναι φανερό ότι υποφέρει από τη ζέστη. Φοράει αρβύλες στα πόδια του. Κανείς άλλος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει στο λιμάνι. Δεν μοιάζει με Τούρκο στρατιώτη. Πρέπει να είναι Ελληνοκύπριος στρατιώτης. Βρίσκονται στη θέση τους οι καρέκλες και τα τραπέζια των καφέ και των εστιατορίων που στήθηκαν στο πεζοδρόμιο δίπλα από τη θάλασσα. Ακόμα δεν έχουν αγγιχτεί. Μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα θα γίνουν λάφυρα, αλλά ακόμα δεν το ξέρουν. Στο λιμάνι υπάρχουν μερικά μικρά και μεγάλα σκάφη αναψυχής. Και αυτά λάφυρα. Θα τα διαλέξουν και θα τα πάρουν. Ποιος θα διαλέξει πρώτα; Ξέρετε και εσείς. Όταν διανέμονταν τα ελληνοκυπριακά αυτοκίνητα ως λάφυρα είχαν κάνει έκκληση και στους ευρισκόμενους στη βουλή: «Ελάτε, διαλέξτε και πάρτε και εσείς!». Άραγε η ίδια έκκληση έγινε και γι’ αυτά τα σκάφη αναψυχής;

Η Κερύνεια ήταν μια σαγηνευτική τουριστική πόλη με τα πολύ πλούσια καταστήματά της. Έγιναν λάφυρα και όλα τα προϊόντα που βρίσκονταν σε εκείνα τα καταστήματα. Βαπόρια γεμάτα πήγαν στην Τουρκία. Όπως αργότερα πήγαν και από το Βαρώσι. Νομίζω ότι το Βαρώσι ήταν πιο μπροστά από την Κερύνεια με τον πλούτο του. Ο στρατιώτης με το ντουφέκι του στο λιμάνι κοιτάει τα σκάφη αναψυχής με γυρισμένη την πλάτη στον φακό. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται. Μήπως σκέφτεται από μέσα του «άραγε θα έχω και εγώ τέτοιο σκάφος αναψυχής;». Να πηδούσε μέσα σε ένα από αυτά. Να ανοιγόταν στη θάλασσα. Να το οδηγούσε στους ορίζοντες. Να πήγαινε στο μέρος που τον πάει η καρδιά του. Να έλεγε «εγώ δεν θα γίνω όργανο σε αυτό τον βρόμικο πόλεμο». Εγώ αυτά σκέφτομαι όταν κοιτάω αυτή τη φωτογραφία.

Το καλό πράγμα το τρώνε οι χαραμοφάηδες, λένε. Σε εμάς το έφαγαν οι έχοντες μέσον. Μάζεψαν ό,τι ήταν να μαζέψουν από τα καταστήματα και τα σπίτια. Διάλεξαν ό,τι ήταν να διαλέξουν. Και τα υπόλοιπα τα πούλησαν στον λαό σε χαμηλές τιμές. Τα στοίβαξαν σε αμπάρια. Για να πάει όποιος ήθελε να πάρει. Σε πάρα πολλά σπίτια είδα ντουλάπια και τραπέζια αντίκες. Και όλα ήταν λάφυρα. Ο πόλεμος είναι νόμιμη μορφή της κλοπής. Όλα γίνονται κτήμα αυτού που κατακτάει. Δεν μπαίνει στο σπίτι κρυφά σαν κλέφτης. Μπαίνει χωρίς να κρύβεται. Δεν φοβάται να κλέψει. Παίρνει απ’ εκεί ό,τι υπάρχει στα φανερά. Όμως, τι σημασία έχουν τα μικροπράγματα; Έφυγε μια κοτζάμ πόλη. Η ωραία μου πόλη. Και τα βουνά έγιναν δικά του κατακτητή και όλες οι πεδιάδες. Και τα σπίτια και τα περβόλια. Και όλα τα δέντρα με τους καρπούς τους. Τέλειωσε η υπόθεση της Κερύνειας μέσα σε τρεις-πέντε μέρες. Έσωσε τη ζωή του όποιος έφυγε. Όποιος δεν μπόρεσε να φύγει δολοφονήθηκε. Η μυρωδιά των λουλουδιών άφησε τη θέση της στη μυρωδιά του αίματος.

Οι αθώοι άνθρωποι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα του πολέμου σε αυτό το νησί. Ποιοι είναι αυτοί τους οποίους αποκαλώ αθώους; Εκείνοι που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την πολιτική. Που ζούσαν στην ησυχία τους. Που έστω και αν ήταν μέλη ενός κόμματος δεν έκαναν τίποτα. Που πιστεύουν πάντα στα λόγια εκείνων που τους κυβερνούν και δεν αμφιβάλλουν καθόλου γι’ αυτά. Που όταν κάποτε αρχίσουν πολιτικές συζητήσεις και λογομαχίες σε ένα τραπέζι, λένε «ας μην μιλάμε για πολιτική παρακαλώ». Αν ενδιαφέρονταν λίγο, ίσως να μην ήθελαν ένωση. Δεν θα ήθελαν καθόλου διχοτόμηση. Αν σήκωναν λίγο το κεφάλι τους και κοίταζαν τι συμβαίνει στον κόσμο. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα ήθελαν. Δεν ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβουν πως ξεγελάστηκαν. Αυτά που λέω ισχύουν και για το παρόν. Πάλι ξεγελιούνται. Και πάλι δεν το αντιλαμβάνονται.

Μου θύμισε τον Ρώσο στρατιώτη που μπήκε στο Βερολίνο το 1945 ο στρατιώτης ο οποίος περιπολούσε στο λιμάνι σκαφών αναψυχής της Κερύνειας προτού ακόμα κατακτηθεί και κοιτούσε τα πολυτελή σκάφη αναψυχής. Είχε ανέβει πάνω στη Ράιχσταγκ και ανάρτησε τη σημαία με το σφυροδρέπανο. Είναι μια πολύ γνωστή φωτογραφία. Στο χέρι του στρατιώτη εκείνου υπήρχαν πέντε ρολόγια χειρός, τα οποία είχε πάρει από νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες. Λάφυρα. Οι Ρώσοι έσβησαν αυτά τα ρολόγια από το χέρι του άνδρα όταν διένειμαν αυτή τη φωτογραφία στον κόσμο. Ντράπηκαν για τα λάφυρα. Εμείς ντραπήκαμε;

Sener Levent

Posted in Politics, Από Πολίτη, Κοινωνικά

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *