Του Γιώργου Καλλινίκου, 14 Μαρτίου 2021
Μεσάνυκτα. Περπατούσα στο κέντρο της Λευκωσίας. Πρόσεξα πολλές μορφές να κινούνται με βήμα γοργό προς την Πλατεία Ελευθερίας. Δεν πρόσεχε ο ένας τον άλλο. Λες και δεν γνωριζόντουσαν. Τα βήματά τους, όμως, ήσαν γρήγορα. Σαν να βιάζονταν να φθάσουν κάπου. Ασυναίσθητα παρασύρθηκα μαζί τους. Από περιέργεια. Να δω πού πήγαιναν τέτοια ώρα. Το αμυδρό φως του φεγγαριού, μου επέτρεψε να παρατηρήσω τις περίεργες ενδυμασίες τους. Μερικοί με ρούχα παλαιών εποχών, εμφανώς άλλων χωρών. Κάποιοι με στρατιωτικές στολές, επίσης, άλλων εποχών. Αρκετοί με φουστανέλες…
Η εικόνα θέριεψε την περιέργειά μου. Έφτασα με τους άγνωστους συνοδοιπόρους στην Πλατεία. Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάζω το σκηνικό. Στην πρόσοψη ένα ικρίωμα. Μπροστά ένας ιερέας κι ένας νέος. Μου φάνηκε γνωστή η όψη του αλλά ήμουν μακριά για να καταλάβω με σιγουριά. Ο ιερέας διάβαζε ονόματα και κάποιοι από τους συγκεντρωμένους απαντούσαν «παρών» ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά… Μάικλ Κόλινς, Χοσέ Ραμόν Φερνάντεζ Αλβάρεζ, Καζιμίρ Πουλάσκι, Μπεσάν, Μπερτελιέ, Μπιζό… Μακρά η λίστα. Δεν γνώριζα τα πλείστα ονόματα. Έψαξα αργότερα και έμαθα. Επαναστάτες όλοι, σε Ιρλανδία, Κούβα, Αμερική, Γαλλία…
Ρώτησα ψιθυριστά κάποιον που μου φάνηκε Έλληνας. «Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Τι κάνουν εδώ;». «Προσκλητήριο ηρώων της Ιστορίας», μου απάντησε κοφτά, λες και τον ενόχλησα από τη μυσταγωγία. «Προς τι;», επέμεινα. «Τιμούν τους ήρωες των ηρώων», απάντησε με εμφανή ύφος απαξίωσης για την άγνοιά μου. Προτίμησα να σιγήσω…
Ο ιερέας (Παπαντώνη άκουσα να τον προσφωνούν) είχε αρχίσει να διαβάζει από κάποιο βιβλίο του… «Μόλις έφθασα στας Φυλακάς, ωδηγήθην πλησίον του Παλληκαρίδη δια να του μεταδώσω την Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν εκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας. Τα λόγια του εις την συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα… Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος με ένα όπλο, που δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ήτο νύχτα, και οι σύντροφοί του έτρεξαν και έφυγαν και δεν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δεν έτρεξε να φύγει, και περίεργος γι’ αυτό του υποβάλλω την ερώτησιν: Γιατί δεν έτρεξες να φύγεις και συ όπως έκαμαν οι άλλοι; Εσήκωσε το πρόσωπον του και με είδε στα μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και με ελαφρόν μειδίαμα μου λέγει. «Τους επήρα για δειλούς, όταν τους είδα να τρέχουν…».
Μόλις είχα καταλάβει. Θυμήθηκα και την ημερομηνία, 14 Μαρτίου, λίγο μετά τα μεσάνυκτα… Ο παριστάμενοι σε στάση προσοχής, χαιρέτησαν στρατιωτικά σε απόλυτη σιγή. Ένδειξη πλήρους σεβασμού… Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ήχος. Το τρίξιμο της καταπακτής… Διέκοψε τη σιγή της νύκτας. Διαπέρασε το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο διπλανός μου κύριος, πρόσεξε ότι έτρεμα σύγκορμος. «Μη φοβάσαι. Η αναπαράσταση γίνεται κάθε χρόνο. Για να φεύγει το μήνυμα και να πηγαίνει σε κάθε γωνιά της γης… Του απόλυτου πατριωτισμού. Της υπέρμετρης αυτοθυσίας. Της αξεπέραστης λατρείας για την ελευθερία. Της ανυπέρβλητης λεβεντιάς».
Ο Παπαντώνης (ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών που εξομολογούσε τους μελλοθανάτους) συνέχισε να αφηγείται εκτός βιβλίου. Εμφανώς υπερήφανος. «Στη δίκη τον ρώτησε ο δικαστής: Έχεις να είπης τι, διατί να μην σου επιβληθεί ποινή; Ο Βαγορής παραδέχτηκε την ενοχή του λέγοντας: Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Ελλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο». Ήταν πανέτοιμος να δείξει σε όλο τον κόσμο τι σημαίνει πατριωτισμός, ανέφερε ο ιερέας: «Το απόγευμα της 13ης Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας, γράφει σ’ ένα κομμάτι χαρτί: Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα».
Αξιοποίησα την στιγμιαία σιωπή και τόλμησα να ξαναρωτήσω τον κάπως «ομιλητικό» κύριο δίπλα μου. «Γιατί όλοι αυτοί οι αγωνιστές έρχονται από κάθε γωνιά της γης να τιμήσουν τον Ευαγόρα;». «Είναι ένα συναξάρι λευτεριάς… Όλοι σπουδαίοι. Ήρωες οι πλείστοι. Σπουδαίοι πατριώτες στον τόπο τους. Εδώ, όμως, έρχονται κάθε χρόνο για τον Ευαγόρα, τον Γρηγόρη και τον Μάτση. Εναλλάξ την ημέρα της θυσίας τους. Όλοι αναγνωρίζουν τη μοναδικότητά τους». «Ποια η διαφορά», ρώτησα ξανά διστακτικά.
«Είναι σπουδαίο να πεθαίνεις στον πόλεμο για την πατρίδα. Είναι σπουδαίο να επαναστατείς για να κερδίσεις ελευθερία. Αυτοί οι ήρωες, όμως, δεν πέθαναν απλώς σε μια μάχη. Μπορούσαν να ζήσουν αλλά επέλεξαν να καούν ζωντανοί για να μην παραδοθούν. Αυτός είναι ο υπέρτατος ηρωισμός. Ο Ευαγόρας ήταν μόλις 18 χρονών. Του πέρασαν το σχοινί στο λαιμό κι εκείνος αντίκρισε το χάρο κατάματα. Του χαμογέλασε, του φώναξε «δε σε φοβάμαι». Έκανε τους δειλούς εκτελεστές του να φοβηθούν εκείνοι. Άκουσες τον ιερέα τι είπε; Όταν τον συνέλαβαν δεν έτρεξε να σωθεί όπως οι φίλοι του. Τους θεώρησε δειλούς και προτίμησε να συλληφθεί. Οι ήρωες του κόσμου μαζεύονται για να υποκλιθούν στους γίγαντες αυτού του τόπου», μου εξήγησε.
Ο Παπαντώνης τελείωσε την αφήγησή του. Ο Ευαγόρας έστρεψε το πρόσωπο προς το παλληκαρόβουνο και άρχισε να απαγγέλλει τους στίχους του πατριωτισμού, ενώ οι παριστάμενοι σίγησαν: «Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά…». Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ένας σπαραγμός έπνιξε τη λαλιά του…
Οι κοντινοί μου παριστάμενοι, που είχαν αντιληφθεί ότι είμαι Κύπριος, ήταν σειρά τους να με ρωτήσουν: «Γιατί;». Με πόνο ψυχής και απέραντη ντροπή ανέλαβα να τους εξηγήσω… Αναπόφευκτα αναλογίζεται τη συμπεριφορά των γενιών που ακολούθησαν. Ειδικά των «ηγετών». Μόνο ντροπή για το κατάντημα. Έχασαν την πορεία. Ξέχασαν αξίες και ιδανικά. Κουρέλιασαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Εκείνος πήρε μιαν ανηφοριά. Αυτοί ακολουθούν αδιάκοπα μιαν κατηφοριά. Εκείνος πέταξε στην αθανασία με φουσκωμένα στήθη από ελληνοπρέπεια. Αυτοί κατρακυλούν στα τάρταρα της καταισχύνης, βεβηλώνοντας ό,τι αξιοπρεπές έχει απομείνει. Άφησαν τα μονοπάτια να χορταριάσουν, τα σκαλοπάτια να ξεδοντιαστούν από το πλιάτσικο της αλητείας των καιρών, όπως με πίκρα γράφει η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη.
Και η κοινωνία; Παθητικά παρακολουθεί την ατελείωτη κατηφοριά της ντροπής. Απομένει εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο της καταπακτής. Ως μοναδική ελπίδα να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις. Όλων όσων προδώσαμε τη θυσία του Ευαγόρα. Όσων επιτρέψαμε να σκλαβωθεί η μισή μας πατρίδα. Όσων επιτρέψαμε να κυλήσει η άλλη μισή στο βούρκο. Όσων επιτρέψαμε να πνίξει το χρυσοπράσινο φύλλο η απέραντη μπόχα από οχετούς ντροπής. Να αφυπνίσει, τουλάχιστον, τους νέους. Ελπίζοντας να βρουν την δύναμη να αναζητήσουν τα βήματα του αθάνατου ήρωα…