Του Κώστα Βενιζέλου, 14 Μαρτίου 2021
Η γνωστή προτροπή «να δώσουμε την πολιτική ισότητα» ως μια εκ των έσω δημόσια έκκληση για μείζονα υποχώρηση στο Κυπριακό λίγο καιρό πριν από την κρίσιμη Πενταμερή συνιστά, από διαπραγματευτικής απόψεως, πολύ επιβλαβή πράξη. Αυτό αναφέρει, σε συνέντευξή του στον «Φ», ο τέως γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Τάσος Τζιωνής.
Σημειώνοντας πως δεν θα είχε νόημα αυτή η προτροπή αν αφορούσε στην πολιτική ισότητα του ψηφίσματος του Σ.Α. 716, την οποία έχουμε δεχθεί το 1991, αναφέρθηκε και στην ουσία: «Δηλώνουμε πως είμαστε υπέρ αποκεντρωμένης ομοσπονδίας που, όταν νοηματοδοτηθεί επαρκώς, θα σημαίνει μάλλον λιγότερες εξουσίες στην κεντρική Κυβέρνηση και περισσότερες στα ομόσπονδα κρατίδια που θα έχουν, συν τοις άλλοις, το κατάλοιπο εξουσίας. Αν με την ‘’πολιτική ισότητα’’ θα επιτρέπεται στους Τουρκοκύπριους να μπλοκάρουν τη λήψη αποφάσεων στις λίγες αλλά πολύ σημαντικές για την ύπαρξη του κράτους αρμοδιότητες, τότε η ομοσπονδία θα βρίσκεται στο έλεος της τουρκικής πλευράς και εν τέλει το κράτος θα παραλύσει…» Ο κ. Τζιωνής τονίζει περαιτέρω ότι «αυτή η πολιτική ισότητα θα οδηγήσει ταχέως στην κυριαρχική ισότητα την οποία απαιτεί η τουρκική πλευρά».
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Με φόρμουλα Κραν Μοντάνα η άτυπη πενταμερής
-Η άτυπη Πενταμερής προσφέρεται για μια δυναμική επανεκκίνηση του Κυπριακού, που θα οδηγήσει στην επίτευξη συμφωνίας;
-Έχω σοβαρές αμφιβολίες. Ας δούμε πρώτα τα δεδομένα που έχουμε ενώπιόν μας: Από τη μια, η πλευρά μας επιμένει ότι πάει στην Πενταμερή μόνο για να εμμείνει σε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, βάσει των σχετικών ψηφισμάτων των ΗΕ και του κεκτημένου των προηγούμενων διαπραγματεύσεων. Από την άλλη, η τουρκική πλευρά διακηρύσσει ότι πηγαίνει στην Πενταμερή για να συζητήσει μόνο λύση δύο κρατών με κυριαρχική ισότητα και ίσο διεθνές καθεστώς μεταξύ τους, τα οποία θα συνεργάζονται ως γείτονες. Κάποτε ομολογεί ότι αυτό που θα επιδιώξει είναι μια συνομοσπονδία. Αυτή, ως γνωστόν, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο κυρίαρχων κρατών τα οποία συμφωνούν κάπως να συστεγαστούν, διατηρώντας όμως το δικαίωμα της αποχώρησης από τη συνομοσπονδία. Ο Γενικός Γραμματέας αναμένει ότι οι δυο πλευρές θα προσπαθήσουν στην Πενταμερή να βρουν κοινό έδαφος για να καταστεί δυνατή η επανάληψη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Διατυπώνεται η άποψη ότι, αν οι δυο κυπριακές πλευρές επιμείνουν στις θέσεις που διακηρύσσουν, ο Γενικός Γραμματέας δεν μπορεί παρά να παρέμβει για να τις βοηθήσει ώστε να κινηθούν προς την κατεύθυνση της συμφωνίας, καθοδηγούμενος από τα ψηφίσματα των ΗΕ και από το «κεκτημένο» προηγούμενων διαπραγματεύσεων…
-Συμμερίζεστε αυτή την άποψη;
– Όχι· πρόκειται περί ευσεβούς πόθου. Είναι η φυσική τάση εκείνων που αναλαμβάνουν να βοηθήσουν στην επίλυση ενός διεθνούς προβλήματος να ασκούν την επιρροή τους στα Μέρη μιας διαπραγμάτευσης για να μετακινούνται από τις θέσεις τους, ώστε να διευκολυνθεί η επίτευξη συμφωνίας. Στην ιστορία του Κυπριακού γνωρίζουμε οδυνηρά ποια πλευρά μετακινείται μονίμως υποχωρώντας και ποια μονίμως προελαύνει διαπραγματευτικά. Σφάλλουν όσοι απέμειναν να πιστεύουν ότι στην πραγματική ζωή τα Ηνωμένα Έθνη και οι διάφοροι μεσολαβητές εκπροσωπούν τις δυνάμεις του δικαίου και της ηθικής. Ας μην περιμένουμε ότι ο Γενικός Γραμματέας θα προσέλθει στην άτυπη Πενταμερή με τον Χάρτη και τα ψηφίσματα των ΗΕ για την Κύπρο υπό μάλης και ότι θα ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις τους ή ότι θα καθοδηγείται από το σχετικό διεθνές δίκαιο ή από το «κεκτημένο» των διαπραγματεύσεων. Δεν εκλέγονται πια τέτοιοι Γενικοί Γραμματείς και όταν σπανιότατα εκλέγονται δεν επανεκλέγονται… Ούτε περιμένω από την Εγγυήτρια Βρετανία να παρέμβει υπέρ μιας διευθέτησης του Κυπριακού που θα συνάδει με τα προαναφερθέντα κείμενα, όσο κι αν είναι νομικά ή πολιτικά δεσμευτικά γι’ αυτήν και για όλους. Και οι δυο θα κινηθούν, όπως πάντα, προς την κατεύθυνση της πιο εύκολης πλευράς παραινώντας την να δείξει «ολίγην ακόμη ευελιξίαν», χάριν της… λύσης.
-Πολλοί υποστηρίζουν πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είναι παρούσα στην Πενταμερή. Ποια η άποψή σας επί τούτου;
-Ποια σημασία έχει η άποψή μου όταν μιλούν τα γεγονότα; Ο Γενικός Γραμματέας, στην τελευταία Έκθεσή του για τις Καλές Υπηρεσίες του προς το Συμβούλιο Ασφαλείας, ανέφερε ότι θα συγκαλούσε μια άτυπη Πενταμερή Διάσκεψη υπό την αιγίδα του. Διευκρίνισε δε ότι εννοεί μια άτυπη συνάντηση των εξής: «του Ελληνοκύπριου ηγέτη, του Τουρκοκύπριου ηγέτη, των τριών εγγυητριών δυνάμεων και των Ηνωμένων Εθνών». Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν καταλέγεται στους προσκεκλημένους. Άρα δεν θα είναι παρούσα σ’ αυτήν. Υπενθυμίζεται πως δεν συμμετείχε ούτε στην προηγούμενη διαδικασία που κατέληξε σε ναυάγιο στο Crans Montana, στις 7 Ιουλίου του ’17.
-Τι σημαίνει η απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Πενταμερή;
-Η εκπροσώπηση της Κυπριακής Δημοκρατίας -όχι μόνο των δύο κοινοτήτων– στη νέα Πενταμερή είναι αναγκαία, τουλάχιστον για τη νόμιμη, κατά το Διεθνές Δίκαιο, κατάργηση ή τροποποίηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, αλλά και την τροποποίηση της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως. Είναι όμως επίσης νομικά και πολιτικά αναγκαία η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διαδικασία και απαραίτητη η εκ μέρους αυτής, και όχι της κοινότητας, υπογραφή της συμφωνίας λύσης που δυνατόν να προκύψει, ώστε να μην μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί, τότε ή αργότερα, ότι δήθεν η κατάσταση πραγμάτων, η οποία θα έχει προκύψει από τη λύση του Κυπριακού, δεν αποτελεί συνέχεια και μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
-Στο Μπούργκενστοκ με ποιο καθεστώς συμμετείχαμε; Το ρωτάμε γιατί επικαλούνται και το 2004 σαν ένα «προηγούμενο» Πενταμερούς.
-Η Συμφωνία της Νέας Υόρκης, του Φεβρουαρίου 2004, που οδήγησε στη διοργάνωση στο Μπούργκενστοκ, προέβλεπε ότι οι διαπραγματεύσεις θα γίνονταν μεταξύ των δυο κυπριακών πλευρών και ότι η Ελλάδα και η Τουρκία θα συμμετείχαν «για να παράσχουν τη συνεργασία τους» στις δυο κυπριακές πλευρές. Στη Νέα Υόρκη, οι αντιπροσωπείες της Κύπρου και της Ελλάδας εργάστηκαν τότε σκληρά και πέτυχαν να διατηρηθεί ο διακοινοτικός χαρακτήρας της διαπραγμάτευσης και να μη μετατραπεί η διάσκεψη σε Τετραμερή (δεν τέθηκε ποτέ θέμα σύγκλησης Πενταμερούς). Στην πραγματικότητα, όπως ξέρετε, στο Μπούργκενστοκ, δεν έγινε καμιά επίσημη συνάντηση και διαπραγμάτευση. Συγκλήθηκε μια και μοναδική διαπραγματευτική συνάντηση από τον Alvaro de Soto, η οποία όμως ματαιώθηκε αίφνης από τα ΗΕ χωρίς καμιά εξήγηση. Τη θέση των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων έλαβαν οι παρα-διαπραγματεύσεις και η καθόλα «στημένη» επιδιαιτησία που αποτελεί όνειδος για τα ΗΕ.
-Θεωρείτε πως η συμφωνία Έρογλου – Αναστασιάδη του 2014 αλλά και το κοινό ανακοινωθέν του παρελθόντος Νοεμβρίου έχουν ζημιώσει το Κυπριακό; Φαίνεται πως τώρα θα είναι όλα στο τραπέζι, όπως προκύπτει και από το κοινό ανακοινωθέν της 3ης Νοεμβρίου 2020. Πώς σχολιάζετε τα δυο ανακοινωθέντα και πώς επηρεάζουν την πορεία του Κυπριακού;
-Αντιλαμβάνομαι πως η Συμφωνία του 2014 έγινε έχοντας η πλευρά μας εκτιμήσει ειλικρινά ότι μ’ αυτή θα διευκολυνόταν η εξεύρεση λύσης του Κυπριακού (δεν συμφωνούσα και οι απόψεις μου τέθηκαν γραπτώς). Πέρασαν από τότε 7 χρόνια και η εκτίμηση περιμένει την επαλήθευσή της. Οι ελπίδες όμως εξανεμίζονται αφού η τουρκική πλευρά έχει υιοθετήσει ξανά πιο ακραίες θέσεις. Η εξήγηση για τούτο είναι απλή: Η τουρκική πλευρά επιδεικνύει διαχρονικά συνέπεια στο Κυπριακό (είναι άλλωστε ευκολότερο για τον ισχυρότερο να είναι συνεπής). Επιμένει σε κάτι. Όταν οι συζητήσεις οδηγούν σε ικανοποίηση της θέσης της, υποβάλλει νέα, πιο προωθημένη, δηλαδή πιο χωριστική. Όταν επιτυγχάνεται και αυτή η θέση της, υποβάλλει νέα, ακόμη πιο προωθημένη και πιο τουρκική, και ούτω καθεξής. Έτσι, βαθμιαία οδεύουμε αργά μεν, σταθερά δε, προς την αποδοχή των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής μέσω διαπραγματεύσεων και συμφωνίας. Οι παλιές τουρκικές διαπραγματευτικές θέσεις με τα χρόνια γίνονται δικές μας θέσεις, κατ’ επίκληση ανάγκης για επίδειξη ρεαλισμού, τις οποίες μάλιστα μετατρέπουμε σε λάβαρα του αγώνα μας για δικαίωση. Τέτοια είναι και η περίπτωση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και εσχάτως μιας νέας γενιάς «πολιτικής ισότητας». Η Συμφωνία του 2014, κατά τη γνώμη μου, αποτυπώνει συνοπτικά τη διαχρονική πορεία του Κυπριακού προς μια ακούσια συνθηκολόγηση.
Το Ανακοινωθέν της 3ης Νοεμβρίου 2020 για τη συνάντηση Αναστασιάδη – Τατάρ ήταν, φρονώ, μια κίνηση τακτικής, της οποίας προφανώς δεν προηγήθηκε σοβαρή σκέψη, η οποία θα μας στοιχίσει στη διαπραγμάτευση. Σ’ αυτή συμφωνήθηκε να πάμε στην Πενταμερή χωρίς αναφορά στη βάση των συνομιλιών ή στα ψηφίσματα των ΗΕ για την Κύπρο ή στο ότι αυτή καλύπτεται από τους όρους εντολής καλών υπηρεσιών του Γ. Γρ., οι οποίοι καθορίζονται με σαφήνεια σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τα οποία δεν διαλαμβάνουν, ό,τι φαίνεται, πως θα επιχειρήσει να κάνει ο Γ. Γρ. Αυτά προκαλούν την εντύπωση ότι, τώρα, όλα είναι στο τραπέζι, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, και ότι βρισκόμαστε ξανά στην αρχή μιας νέας διαδικασίας, όπως έγινε το 1999 με το ψήφισμα του Σ.Α. 1250, που οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν και στα χωριστά δημοψηφίσματα… Προβλέπω πως τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα στη Γενεύη και στη συνέχεια αυτής, αν υπάρξει. Ας μείνω ώς εδώ.
-Έχει αναδειχθεί ως κυρίαρχο θέμα ενόψει της Διάσκεψης το θέμα της πολιτικής ισότητας. Αυτό που συζητείται σήμερα δεν είναι το ίδιο που προβλέπεται από τα ψηφίσματα;
-Αναφέρεστε προφανώς στη δημόσια συζήτηση που προκάλεσε η γνωστή προτροπή «να δώσουμε την πολιτική ισότητα». Νομίζω πως δεν θα είχε νόημα αυτή η προτροπή αν αφορούσε στην πολιτική ισότητα του ψηφίσματος του Σ.Α. 716 την οποία έχουμε δεχθεί το 1991. Είναι φανερό πως αφορά σε μια πιο γενναιόδωρη προσφορά, μια πολύ ευρεία «πολιτική ισότητα», που ελπίζεται από τους προτρέποντες ότι θα γίνει ικανή να ανατρέψει την τουρκική θέση για δυο κράτη και κυριαρχική ισότητα και να προκαλέσει άλλες τουρκικές υποχωρήσεις. Κατ’ αρχάς να πω ότι συνιστά, από διαπραγματευτικής απόψεως, πολύ επιβλαβή πράξη, μια εκ των έσω δημόσια έκκληση για μείζονα υποχώρηση στο Κυπριακό λίγο καιρό πριν από την κρίσιμη Πενταμερή. Υπονομεύει τη διαπραγματευτική ικανότητά μας και ανοίγει την όρεξη του ευεργετούμενου. Επί της ουσίας τώρα: Δηλώνουμε πως είμαστε υπέρ αποκεντρωμένης ομοσπονδίας που, όταν νοηματοδοτηθεί επαρκώς, θα σημαίνει μάλλον λιγότερες εξουσίες στην κεντρική Κυβέρνηση και περισσότερες στα ομόσπονδα κρατίδια που θα έχουν, συν τοις άλλοις, το κατάλοιπο εξουσίας. Αν με την «πολιτική ισότητα» θα επιτρέπεται στους Τουρκοκύπριους να μπλοκάρουν τη λήψη αποφάσεων στις λίγες αλλά πολύ σημαντικές για την ύπαρξη του κράτους αρμοδιότητες, τότε η ομοσπονδία θα βρίσκεται στο έλεος της τουρκικής πλευράς και εν τέλει το κράτος θα παραλύσει· αντ’ αυτού, θα λειτουργούν στην πράξη μόνο τα δύο ομόσπονδα κρατίδια ως ξεχωριστά κράτη. Πιστεύω πως αυτή η πολιτική ισότητα θα οδηγήσει ταχέως στην κυριαρχική ισότητα την οποία απαιτεί η τουρκική πλευρά, μέσω μάλιστα της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας η οποία θα έχει δοκιμαστεί και θα έχει αποτύχει. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι παρελθόν και ο κυπριακός Ελληνισμός δεν θα έχει πού την κεφαλήν κλίνη. Μήπως αυτό είναι το τουρκικό σχέδιο plan B; Ας προσέξουμε.
Η συμμετοχή της Ε.Ε., η εμπειρία του 2004 και η επιβαλλόμενη επαγρύπνηση
-Πώς βλέπετε τη συμμετοχή της Ε.Ε. στη διαδικασία, στην άτυπη Πενταμερή Διάσκεψη;
-Αποδίδουμε δικαιολογημένα μεγάλη σημασία στη συμμετοχή της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις, πιστεύοντας ότι οι εκπρόσωποί της σ’ αυτές θα συμβάλουν στο να θωρακιστεί η λύση με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες και με το Δίκαιο της Ε.Ε. Μια ματιά στις σχετικές με την ΕΕ διατάξεις του σχεδίου Ανάν, στην ετοιμασία του οποίου συμμετείχε η Ε.Ε., μπορεί να μας νουθετήσει. Η προσπάθεια τότε ήταν να βρεθούν εκείνες οι ρυθμίσεις με τις οποίες θα προσαρμοζόταν η Ε.Ε. με τη λύση και όχι το αντίθετο. Εκτιμώ ότι και τώρα θα επιχειρηθεί το ίδιο, μέσω παρεκκλίσεων και εξαιρέσεων από το Δίκαιο της Ε.Ε. και μέσω άλλων νομικών τεχνασμάτων, καθώς και να διασφαλιστεί ότι αυτές οι αποκλίσεις θα υπερέχουν του Δικαίου της Ένωσης. Συστήνεται, συνεπώς, επιφυλακτικότητα και επαγρύπνηση.
Διεύρυνση και εμπλουτισμός περιφερειακής πολιτικής
-Ας πάμε σ’ έναν άλλο τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Υποστηρίζεται από κάποιους η άποψη ότι η πολιτική για τις τριμερείς και γενικά την περιφερειακή συνεργασία στην περιοχή μας αποσκοπεί στον αποκλεισμό της Τουρκίας και τη δημιουργία αντι-τουρκικού άξονα. Επίσης, ότι αυτή πλήττει τα συμφέροντά μας και εξαγριώνει την Τουρκία εναντίον μας και πως μόνη ορθή οδός είναι να λύσουμε το Κυπριακό και να αναγνωρίσουμε στην Τουρκία τον ρόλο που διεκδικεί στο στρατηγικό και ενεργειακό γίγνεσθαι στην περιοχή. Ποια τα σχόλιά σας;
-Οι επικριτές των τριμερών και γενικά της περιφερειακής συνεργασίας στην περιοχή μας, με την Κύπρο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, κρίνουν ότι αυτή η συνεργασία είναι αρνητική για τα συμφέροντά μας και ότι δεν πρόκειται να μας αποδώσει τίποτα το θετικό χωρίς λύση του Κυπριακού, η οποία θα επιτρέψει την ανάπτυξη της συνεργασίας με την Τουρκία οπότε, ως δά μαγείας, όλα θα πάνε κατ’ ευχήν: η Τουρκία θα αφήσει την ανάπτυξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου να γίνει, θα απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του και θα συμβάλει στη μεταφορά του στην ΕΕ μέσω του εδάφους της καθιστώντας περιττό τον αγωγό EastMed, ανεξαρτήτως όδευσης. Είναι φανερό ότι η θεώρηση αυτή βασίζεται στην αντίληψη ότι για τη μη λύση του Κυπριακού ευθύνεται κατά κύριο λόγο η πλευρά μας και όχι η Τουρκία. Οι εν λόγω επικριτές δεν απαντούν στο ερώτημα πώς η λύση του Κυπριακού θα οδηγήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ του τουρκικού καθεστώτος και του αιγυπτιακού καθεστώτος ή των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ ή της σχέσης της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία ή τα ΗΑΕ ή το Ιράκ κ.λπ.; Δεν απαντούν επίσης στο ερώτημα κατά πόσο εκείνη η λύση του Κυπριακού, την οποία έχουν υπόψη τους, θα κάνει την Τουρκία να αποσύρει τις ακραίως παράλογες και ακραίως ανεδαφικές αξιώσεις της σε βάρος των ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας, μόνο και μόνο για να μετέχει στη διαχείριση των φυσικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου (η ίδια δεν έχει ακόμα ανακαλύψει τέτοιους πόρους). Είναι πιο έντιμο για τους εν λόγω επικριτές να παραδεχθούν με παρρησία ότι θεωρούν ως τη μόνη βιώσιμη επιλογή της Κύπρου και της Ελλάδας τη συνθηκολόγηση με την Τουρκία και τη φινλανδοποίηση αμφοτέρων στη σχέση τους με την Τουρκία.
Άποψή μου είναι πως η Κύπρος, σε ειλικρινή συνεργασία με την Ελλάδα, πρέπει, όσο είναι καιρός, να διευρύνει, να εντείνει και να εμπλουτίσει τη νέα περιφερειακή πολιτική της ως πολλαπλώς συμφέρουσα για την Κύπρο και την περιοχή, η οποία περιλαμβάνει και τη βόρεια γείτονά μας. Μακάρι, στο μεταξύ, να εξευρεθεί μια καλή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού και, τότε, η Κύπρος θα προικοδοτήσει την κατάσταση πραγμάτων μετά τη λύση με ένα σημαντικό επίτευγμά της στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή μια πολλά υποσχόμενη περιφερειακή πολιτική, η οποία, εκτός των άλλων, θα τονίζει την ανεξαρτησία της, θα κατατείνει στην ειρήνη και την ευημερία των λαών της περιοχής μέσω της συνεργασίας, της αλληλοκατανόησης και του αλληλοσεβασμού.
Pingback:Περί την προχειρότητα και την επιπολαιότητα δημοσιευμάτων