Οι εκάστοτε διαχειριστές του Κυπριακού έχουν πάντα ένα στοίχημα μονίμως ενώπιόν τους. Να έχουν «γερές πλάτες» για να σηκώσουν το βάρος μιας συμφωνίας και να μπορούν να τη διαχειριστούν εσωτερικά. Δηλαδή, να πείσουν για να γίνει αποδεκτή. Κατά κανόνα τα αντανακλαστικά των πολιτών λειτουργούν γρηγορότερα και πιο έγκαιρα από τους πολιτικούς και συχνότατα καθορίζουν τη γραμμή πλεύσης ενώ διαμορφώνουν το πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Όπως έγινε το 2004 στο δημοψήφισμα, όταν ηγεσίες αμφιταλαντεύονταν για την απόφαση, οι πολίτες μπήκαν μπροστά. Ωστόσο, χρειάζεται πάντα μια ισχυρή ηγεσία. Για την ημέρα της κρίσης και την επόμενη για τη διαχείριση. Για την εφαρμογή της λύσης ή για τη μη συμφωνία.
Αυτή τη φορά, τα όσα διαδραματίζονται στο Κυπριακό βρίσκονται, στο εσωτερικό, στη σκιά των εξελίξεων. Κυρίως, όμως, εκείνο που φαίνεται να επηρεάζει είναι η γενικότερη απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Μια βαθιά ρήξη της κοινωνίας με πολιτικούς πρώτης γραμμής, που έχουν ταυτιστεί με θέματα διαπλοκής. Είναι δε σαφές πως υπάρχει και ένα γενικό τσουβάλιασμα, που συνδέεται με την εικόνα, που διαμορφώνεται στην κοινή γνώμη. Δεν είναι όλοι κλέφτες και διαπλεκόμενοι, το ποτάμι όμως, φευ, παρασύρει ενόχους και πολλούς αθώους.
Είναι, δυστυχώς, μια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να κρυφτεί κάτω από το χαλί καθώς σε κάποια στιγμή θα βρεθούμε ενώπιον αποφάσεων, κρίσιμων και καθοριστικών για τον τόπο. Ποιος, λοιπόν, θα αποφασίσει και ποιος θα αναλάβει να εξηγήσει με στόχο να πείσει; Ποιον εμπιστεύονται οι πολίτες; Υπάρχει κάποιος τον οποίον εμπιστεύονται;
Είναι σαφές πως υπάρχουν δεδομένα, που δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε. Δεδομένα αρνητικά, που λειτουργούν αποτρεπτικά για να επιτευχθεί συμφωνία. Από τη μια είναι η ερντογανική Τουρκία. Μια Τουρκία, η οποία απαιτεί τα πάντα από την ελληνική πλευρά για να συναινέσει σε μια συμφωνία. Εδραιώνει τα τετελεσμένα της κατοχής και θέλει τον πλήρη έλεγχο του νησιού, που σημαίνει πως η Κυπριακή Δημοκρατία, είτε θα διαλυθεί είτε θα περιοριστεί στα όρια ενός συνιστώντος κρατιδίου. Η ερντογανική Τουρκία θέλει τη φινλανδοποίηση της Κύπρου όπως και της Ελλάδος. Αυτή η τακτική της δεν αμφισβητείται από κανένα, από τους λεγόμενους ισχυρούς της διεθνούς κοινότητας.
Την ίδια ώρα, 47 σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή, δεν είναι σαφές τι επιδιώκεται από δικής μας πλευράς. Οι εκάστοτε ηγεσίες κινούνται μεταξύ αυτού που πρέπει να διατυπώνουν δημόσια, καθώς τούτο επιβάλλει ο «καθωσπρεπισμός» της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας και εκείνου που διακηρύττουν στα μνημόσυνα και στις κομματικές συγκεντρώσεις. Υπάρχει και μια «τρίτη οδός», που αφορά τις θέσεις που πραγματικά πιστεύουν, αλλά τις εκμυστηρεύονται στον άμεσο περίγυρό τους. Αυτή η συμπεριφορά επέτρεψε στην Τουρκία βαθμηδόν να θέτει όλο και περισσότερες αξιώσεις και να δημιουργεί «κεκτημένο».
Το Κυπριακό αντιμετωπίσθηκε με όρους ήττας και φοβικές αντιλήψεις, ως ένα «τελειωμένο θέμα». Αντιμετωπίσθηκε ως εφαλτήριο για προσωπικές καριέρες.
Παράλληλα με όλα αυτά, η κοινωνία έχει εγκλωβισθεί σε μια τοξικότητα. Σε ένα κλίμα συνεχών αντιπαραθέσεων. Επιστρέφουμε στο παρελθόν, στη ρήξη που επήλθε επί σχεδίου Ανάν, όταν η κοινωνία διχάστηκε βαθιά. Και αυτός ο διχασμός δεν αφορά μόνο το εθνικό θέμα, αλλά όλα τα ζητήματα. Είναι τα θέματα της διαφθοράς, που διαμορφώνουν διαφορετικά στρατόπεδα ενώ στο βάθος εμπλέκεται και το Κυπριακό. Πώς; Αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.
Αυτά εισπράττουν οι πολίτες μιας κοινωνίας, που απαξιώνει τα πάντα, δεν εμπιστεύεται κανένα. Ούτε τους πολιτικούς ούτε τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Το Κυπριακό μπορεί, στο μυαλό κάποιων, να θεωρείται «κολυμβήθρα» για να ξεπλυθούν αμαρτίες. Να εργαλειοποιείται, δηλαδή, όπως έγινε στο παρελθόν για άλλους λόγους. Το θέμα δεν είναι οι σχεδιασμοί, οι προσωπικοί ενδεχομένως υπολογισμοί κάποιων, αλλά τι θέλει και τι αναμένει η κοινωνία. Το κλειδί και το ζητούμενο είναι η εμπιστοσύνη, η οποία όμως δεν χαρίζεται ποτέ, αλλά μόνο κερδίζεται.