«Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα
με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς.
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι,
έτσι γεννήθηκα στην Σαλονίκη»
Πίσω από τις ανακοινώσεις των κομμάτων, των ΜΚΟ, των κουραστικών οργανώσεων, πίσω από τις ατάκες των υποψηφίων, των πολιτικών, των «opinion leaders», πίσω από τις πουληστερές εικόνες των νεολαιών, τις επετειακές συναυλίες των σύγχρονων δουλεμπόρων, τις εμφυλιοπολεμικές φλυαρίες των ευνοούμενων του διαδικτύου υπάρχει το φοβερό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας. Άσχετο με όσα κατεβάζει ο νους των παραπάνω, άσχετο με την πολιτική ορθότητα, άσχετο με την παρούσα ατζέντα των «ετεροπροσδιοριζόμενων» κινημάτων, άσχετο με Επιτρόπους, Προέδρους, Υπουργούς, Κομματάρχες, Βουλευτές, Διπλωμάτες, άσχετο με τον αποπροσανατολισμό της υφιστάμενης κατάστασης, άσχετο με τα λουλούδια που αγοράζουν οι άντρες και τις χαζοχαρούμενες επαναλήψεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Όπως συμβαίνει με όλες αυτές τις μέρες που θεσπίζει ο ΟΗΕ, το μήνυμα χάνεται μέσα σε λογύδρια μεγάλων ανδρών ή/και κυριών, σε ανούσιες φιλοφρονήσεις, σε «events» της κακιάς ώρας, των πλουσίων (δεξιών και αριστερών), σε τσάγια, γκαλά και προπόσεις. Ή, ακόμα και σε κομματικές ή άλλες συγκεντρώσεις, στις οποίες η Γυναίκα (και όσα πέρασε) αναστενάζει από απαρέσκεια, ντροπή και αγανάκτηση, καθώς τίποτα από την 8η Μαρτίου 1857 και τις εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στη Νέα Υόρκη δεν προφυλάσσεται, στον βωμό των αμερικανιών, της αγγλικούρας και κάμποσων «εμπόρων της αλληλεγγύης» που καμαρώνουν για την ακολουθία του ποιμνίου τους.
Σε τούτα τα Βαλκάνια, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, έπρεπε να σημαίνει πολλά άλλα και να μην ανακινείται σε πολύχρωμα καζάνια μαζί με ό,τι κατεβεί του καθενός, με τη λύση του Κυπριακού, την Εκκλησία, την Ιστορία. Διότι όσο μοντέρνα κι αν αντιμετωπίσει κανείς τη Γυναίκα, όσο κι αν προσπαθήσει να την υποβιβάσει στην ατζέντα των κομμάτων, της «επαναπροσέγγισης», ενός όψιμου σκεπτικισμού (που κάποτε αμφισβητεί ακόμα και τον αγώνα των γυναικών), κάθε Ογδόη Μαρτίου, ο νους θα πηγαίνει στις γυναίκες που αντιστάθηκαν, που επιμένουν, που αντιστέκονται:
Σ’ όσες ύψωσαν τη σημαία τους απέναντι στην αδικία του κόσμου τούτου, σ’ όσες πολεμούν, εξεγείρονται, δημιουργούν, επαναστατούν, σ’ όσες αντέχουν στα βουνά, στις πόλεις, στα χωριά, σ’ όσες κουβαλούν τα μαύρα τόσα χρόνια στην προσφυγιά. Στις γυναίκες στην Τσιάπας, στην Αβάνα, στο Αλγέρι, στη Συρία, στο Ντιγιάρμπακιρ. Στις γυναίκες του Μπέλφαστ, του Αγίου Σεβαστιανού, της Χιρόνα, του Ναϊρόμπι, του Χάρλεμ. Στις γυναίκες της Γάζας, της Λευκωσίας, της Κερύνειας, της Νέας Σμύρνης, της Μακεδονίας, της Θράκης. Στις γυναίκες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους σ’ αυτό τον μεσαίωνα και χαμογελούν, στις γυναίκες που δεν παραιτούνται και σφίγγουν τις γροθιές τους για κάτι καλύτερο. Στις γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν τα μοντέρνα κινήματα και κουβαλούν τον σταυρό τους μέχρι το τέλος, στις γιαγιάδες μας που από τις αυλάδες του Καραβά, κλείστηκαν μονάχες στους τέσσερις τοίχους της Λευκωσίας και άντεξαν, για να επιστρέψουν στον παράδεισό τους. Στις γυναίκες που μεγαλουργούν δίπλα, μαζί και όχι απέναντι στους άντρες, στις γυναίκες που έδωσαν και θα έδιναν τη ζωή τους για τη λευτεριά, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη.
*Φωτογραφία: Στη διάρκεια των σκληρών μαχών μεταξύ Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) και βρετανικού αποικιακού στρατού, το 1972. Μια γυναίκα αντιστέκεται, κρατώντας το όπλο του αρραβωνιαστικού της, ο οποίος τραυματίστηκε στη μάχη. Ο ίδιος μεταφέρθηκε και επέζησε, ενώ η αντάρτισσα της φωτογραφίας δολοφονήθηκε από τους Άγγλους στρατιώτες.