Του Κώστα Βενιζέλου, 03 Φεβρουαρίου 2021
Όταν διερωτάται κάποιος μετά από τόσες αναταράξεις «τι το μεμπτό;», τότε δίνονται όλες οι απαντήσεις σε αυτό το μείζον θέμα των «χρυσών διαβατηρίων». Όποια απορία και να υπάρχει απαντάται από ρητορικό ερώτημα: «Τι το μεμπτό;» Δεν χρειάζονται άλλες… εξηγήσεις. Η κατάθεση χθες του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για τις Πολιτογραφήσεις ήταν αρκούντως διαφωτιστική για το πώς αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο θέμα. Δεν θεωρεί πως υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και αυτό είναι το σοβαρότερο. Γιατί το πρώτο θέμα που τίθεται όταν λαμβάνονται συλλογικά αποφάσεις είναι κατά πόσο από τους συμμετάσχοντες υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων. Και δεν ήταν πειστικός όταν αναφερόταν στην εμπλοκή συγγενικών του προσώπων. Δεν ήταν πειστικός και ως προς τον Σαουδάραβα φίλο του, ο οποίος παρουσιάσθηκε λίγο-πολύ ως «εθνικός ευεργέτης», επειδή εισέφερε στο Ταμείο Αλληλεγγύης. Το κυπριακό κράτος δεν είναι «φιλόπτωχος σύνδεσμος», λειτουργούν θεσμοί και υπάρχουν νόμοι, που προστατεύουν το κράτος δικαίου. Και ο Πρόεδρος, που ηγείται του κράτους, δεν μπορεί να αντιμετωπίζει με αυτόν τον τρόπο, να υποβαθμίζει, ένα δωρεάν ταξίδι στις Σεϋχέλλες.
Το Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων δεν πρόκειται να επανέλθει, είπε ο Πρόεδρος. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να επανέλθει μετά από όσα έχουν συμβεί και τα οποία οδήγησαν στην κατάρρευσή του. Το συγκεκριμένο Πρόγραμμα, όπως στήθηκε και λειτούργησε, έχει κάνει διεθνώς ρεζίλι τη χώρα, η οποία παραμένει στο στόχαστρο, λόγω και του προηγούμενου κακόφημου βίου, με τις κατηγορίες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ρωτήθηκε κατά πόσο γινόταν έλεγχος των φακέλων όταν οι αιτήσεις ήταν ενώπιον του Υπουργικού. Απάντησε αρνητικά. Κι αυτό είναι αναμενόμενο γιατί σε εκείνο το επίπεδο όλα θα πρέπει να είναι έτοιμα. Δεν θα γίνεται έρευνα εκεί. Έχει σχέση, όμως, με το πώς λειτουργεί το σύστημα μέχρι να φθάσουν οι αιτήσεις στο Υπουργικό. Είχε ειπωθεί -όχι χθες– πώς δεν γνώριζε το κράτος, επειδή προφανώς δεν το έλεγξε κανείς (γιατί όμως;), πως αντί οικίας, που παρουσιαζόταν ως η επένδυση του εν δυνάμει «Κυπρίου», υπήρχε άδειο χωράφι. Ποιος έχει τη μεγάλη ευθύνη για το γεγονός ότι εξαπατήθηκε το κράτος; Η Κυβέρνηση και οι μηχανισμοί ελέγχου της. Όπως είχε περιγράψει και ο πρώην υπουργός Εσωτερικών, Σωκράτης Χάσικος, ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής, η φιλοσοφία της Κυβέρνησης σε σχέση με τον έλεγχο ήταν «τικ-τικ τζιαι επέρναν».
Οι χαλαρώσεις στα κριτήρια στο Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων, πρόσφεραν έδαφος σε οργανωμένα συμφέροντα να κάνουν πάρτι. Ήταν επιλογή της Κυβέρνησης (και της Βουλής που υιοθέτησε ακόμη πιο χαλαρά κριτήρια) αυτής της μορφής η «ανάπτυξη». Αντί να διαμορφωθεί, κυρίως μετά την κατάρρευση της οικονομίας το 2013, ένα μοντέλο ανάπτυξης, που θα καθιστούσε τη χώρα ανταγωνιστική, με βάση τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα κι ως προκεχωρημένου προγεφυρώματος της Ε.Ε., επέλεξαν την πεπατημένη. Δηλαδή, το μοντέλο της αρπαχτής, που βολεύει διαχρονικά μια πολιτική και οικονομική κάστα λίγων προνομιούχων, για να λεηλατεί τον εθνικό πλούτο. Αυτό το Πρόγραμμα έχει εξυπηρετήσει μια μικρή ομάδα και πολύ λιγότερο την οικονομία, τους πολίτες.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θέλησε να τερματίσει τη δημόσια συζήτηση επί του θέματος. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον ίδιο. Και η εξήγηση είναι πως αυτός είναι ο «στριμωγμένος» από αυτή την υπόθεση και προφανώς θέλει να μη συντηρείται η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. Θέλησε δε, χθες, να κάνει και άνοιγμα προς την αντιπολίτευση, δηλώνοντας έτοιμος να συνεργασθεί με όλες τις πολιτικές δυνάμεις, προτάσσοντας… άλλες προτεραιότητες, που έχει ο τόπος. Κι αυτό μερικές ημέρες μετά το διάγγελμά του, στο οποίο «φόρτωσε» με ευθύνες και κατηγορίες αντιπάλους του. Αλλά τι το μεμπτό;
Τελικά, δεν τελειώνουν όλα στον πάτο. Ιδίως όταν δεν υπάρχουν παραδοχές.