Του Αλέκου Μιχαηλίδη, 18 Φεβρουαρίου 2021
Μπορεί να έγινε υποχρεωτικά, αλλά το τελευταίο διάστημα φούντωσε μια μεγάλη συζήτηση για τον πολιτισμό, την κατάσταση στο θέατρο, την τηλεόραση, το τραγούδι και είναι αναγκαίο να συνεχιστεί και να ενταθεί. Υποχρεωτικά, αφενός εξαιτίας της πανδημίας και όλων των διαταγμάτων που γονάτισαν τον ήδη γονατισμένο χώρο του πολιτισμού και αφετέρου εξ αφορμής των καταγγελιών εναντίον πασίγνωστων ανθρώπων του χώρου για σεξουαλική ή λεκτική κακοποίηση.
Μια συζήτηση που έπρεπε να είναι διαρκής και να εξελίσσεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ειδικά από τους ανθρώπους που αυτοπροβάλλονται ως κλειδοκράτορες του πολιτισμού, του θεάτρου, της τηλεόρασης, της μουσικής, ακόμα και του χορού σε μικρότερο μάλλον βαθμό. Πρόκειται για μια συζήτηση που δεν είναι αμιγώς πολιτιστική, μα έχει να κάνει και με την πολιτική, την κοινωνία, ακόμα και την ταυτότητα που θέλουμε να προτάσσουμε και να αφήσουμε ως κληρονομιά.
Δεν είναι ψέμα πως ακόμα και στον χώρο του πολιτισμού, έναν κατά φιλοσοφία αντεξουσιαστικό χώρο, στήνονται «φέουδα» αναλόγως των κομματικών πεποιθήσεων, των συντεχνιών, των ευνοούμενων της κάθε διακομματικής εξουσίας και αυτοί που κακοποιούνται είναι όσοι προσπαθούν να παλέψουν για την τέχνη τους και μόνο, αυτοί που δεν θα δούμε σε κάποιο ψηφοδέλτιο, αυτοί που βλέπουν το όνομά τους να εξαφανίζεται ή να αντικαθίσταται με κάποιο άλλο, πιο «τρανό», ένα όνομα που θα μπορούσε να εμφανιστεί σε κάποια εκδήλωση του Προεδρικού και την ίδια ώρα να δεσπόζει σε ψηφοδέλτιο του… ΑΚΕΛ.
Το δυστυχές είναι πως παίζονται κομματικά παιχνίδια εις βάρος του πολιτισμού, εις βάρος αξιοπρεπών ανθρώπων που αγαπούν το θέατρο, τη μουσική, τον χορό, ανθρώπων που έχουν πολλά να δώσουν αλλά παραγκωνίζονται επειδή αντιλαμβάνονται καλύτερα τι σημαίνει Ντάριο Φο, Σαίξπηρ, Χάξλεϋ, τι σημαίνει Μπρεχτ, Μπίρμαν, Βάρναλης, Κατσαρός, Ρίτσος και ούτω καθεξής. Επειδή αντιλαμβάνονται καλύτερα πως η τέχνη δεν μπορεί να συμμετέχει σε λυκοφιλίες με την κομματοκρατία ή να αντιπροσωπεύει τις ονειρώξεις των κρατούντων ενός τόπου –θυμόμαστε με θλίψη τις παραστάσεις στα κατεχόμενα.
Δυστυχώς, σε όλες αυτές τις διακρίσεις έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι ίδιοι άνθρωποι του πολιτισμού, που βολεύτηκαν –με συνοπτικές διαδικασίες– στα «φέουδα» του ΘΟΚ και στον παχυλό προϋπολογισμό του, σε συναυλίες και παραγωγές υπό την αιγίδα του κράτους, σε τηλεοπτικά προγράμματα και άλλα, ενώ υπάρχει ένα απεριόριστο ταλέντο σε μικρά θέατρα, σε ομάδες, σε «περιθωριοποιημένα» μαγαζιά που προσφέρουν στον πολιτισμό πολύ περισσότερα από την ελίτ αυτού του χώρου. Ιδού η Ρόδος, λοιπόν. Μπορεί να σταματήσει αυτή η ντε φάκτο κακοποίηση των καλλιτεχνών από τους ευνοούμενους του χώρου του πολιτισμού; Μπορεί να προστεθεί και αυτό στην όλη συζήτηση, παρά να «χρωματίζεται» και η όποια αντίδραση από τα κόμματα και τις συντεχνίες; «L’art pour l’art», θα έλεγε ο Γκωτιέ.
alekos@phileleftheros.com