Μου καις την ψυχή Κύπρος. Την καις πολύ. Είσαι κακιά. Είσαι μοχθηρή. Έχεις καρδιά δολοφόνου. Σαν να μην έχεις διαβάσει ποτέ Ντοστογιέφσκι. Όμως μην ενθουσιάζεσαι άδικα. Δεν θα φύγω. Εδώ γεννήθηκα. Εδώ θα πεθάνω. Δεν θα γίνεις μια ανάμνηση μέσα μου μακριά. Δεν θα πίνω σταλιά-σταλιά τη νοσταλγία σου σε ένα τραπέζι που κάθισα με κάποιους που δεν σε γνώρισαν ποτέ. Μια φορά ήπια εκείνο το κρασί.
Δεν θα το ξαναπιώ. Είπα πολλές φορές πόσο σε αγαπώ. Αλλά δεν σε ρώτησα έστω και μία φορά αν με αγαπάς και εσύ. Κοίτα, σε νοσταλγώ ακόμα και ζώντας στην αγκαλιά σου. Μήπως ο άνθρωπος μπορεί ποτέ να βιώνει νοσταλγία για την πατρίδα του στην πατρίδα του; Να που μπορεί να βιώνει. Νοσταλγώ τις παλιές σου μέρες. Τους καιρούς που μάζευα κορόμηλα από τον κήπο του γείτονα. Μακάρι να με άφηναν και να ανέβαινα έστω και μια φορά σε τρένο εδώ. Δεν μπορεί εύκολα να γεμίσει με μίσος ένας λαός που χαιρετά κουνώντας το χέρι από το παράθυρο του τρένου. Ποιος ξέρει, ίσως γι’ αυτό κατάργησαν τούτα τα τρένα. Ύστερα έφτιαξαν σαγηνευτικά σπίτια από κίτρινη πέτρα. Γέμισαν τα σπίτια με μοχθηρούς. Δεν έφερες καθόλου ένσταση;
Μου καις την ψυχή Κύπρος. Την καις πολύ. Δοκιμάζεις την υπομονή μου. Είσαι περίεργη πότε θα ξεσπάσω. Πες στην ωραία των ωραίων Αφροδίτη. Δεν είσαι πια το νησί του έρωτα. Είσαι μια φωλιά εγκληματιών. Δεν είσαι ο παλιός σου εαυτός. Δεν είσαι αυτή που αγάπησα. Δεν μου υπόσχεται τίποτα για το αύριο ο ήλιος που βασιλεύει ανάμεσα στα κλαδιά των χουρμαδιών που αναδύονται από τα στενά σοκάκια σου. Κάθε μέρα που γεννιέται είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Πιο μοχθηρή. Κοίτα εκείνους που ικετεύουν. Αυτές οι προσευχές δεν είναι για να υπάρξει περισσότερο καλό. Είναι για να μην υπάρξει περισσότερο κακό. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι θα ψάχνουμε ακόμα και τούτες τις μέρες κάποτε. Κάποιοι που παραμιλούν λέγοντας ότι αυτές είναι οι καλές μας μέρες ακόμα. Δεν επέστρεψαν ξανά πίσω όσοι σε άφησαν και έφυγαν. Όσοι επέστρεψαν έφυγαν και πάλι! Έφυγα και εγώ μια φορά όταν δεν μύριζαν πλέον τα γιασεμιά. Με ακολούθησες. Ακόμα και στις στέπες της Ασίας με ρώτησαν για εσένα. Πάντα εσένα μου θύμιζαν οι μελωδίες των ντρόμπρα, των κεμεντζέδων και των ταρ. Ήσουν στην καρδιά μου σαν μια σφραγίδα που έβαζαν στα χέρια των κρατουμένων οι ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήμουν κρατούμενός σου. Διότι γεύτηκα τα μαύρα σταφύλια των αμπελιών της Πάφου. Μάζεψα αγρέλλια στα χωράφια. Μάδησα μαργαρίτες για να δω αν μ’ αγαπά ή αν δεν μ’ αγαπά. Έφαγα ψάρι στη Λάρνακα, ήπια κρασί στη Λεμεσό και έκοψα πορτοκάλια από κλαδιά στη Μόρφου. Έχω φωτογραφίες που έβγαλα στο Βαρώσι προτού βομβαρδιστεί.
Μου καις την ψυχή Κύπρος. Την καις πολύ. Αυτά τα οδοφράγματα. Αυτοί οι αστυνομικοί που ζητούν ταυτότητα. Αυτές οι ταμπέλες που γράφουν «στρατιωτική περιοχή, απαγορεύεται η είσοδος». Αυτές οι σημαίες. Αυτές οι παρελάσεις. Αυτή η θάλασσα «πατριωτών» και «προδοτών». Αυτή η κοινότητα που δέχεται όσα της συμβαίνουν. Αυτοί που δεν επαναστατούν σε πράγματα στα οποία πρέπει να επαναστατούν. Αυτοί που δεν μιλούν όταν πρέπει να μιλήσουν και μας διηγούνται τις αναμνήσεις τους στο τέλος της ζωής τους. Μου καίνε την ψυχή. Δεν με παρηγορεί ακόμα και να ξέρω ότι δεν ήσουν χρήσιμος σε κανέναν κατακτητή και δεν θα είσαι χρήσιμος και στον τωρινό σου κατακτητή. Σαν να ζω εκτός σου πλέον, όχι εντός σου. Και σαν να σε κοιτάω από μακριά. Επειδή γνωρίζω τις απαντήσεις που θα πάρω, δεν ρωτάω κανέναν πλέον πώς είσαι. Πνιγήκαμε στις βρισιές Κύπρος. Νησί που ανοίγεις τις αγκάλες σου στους εγκληματίες και σκοτώνεις τους αθώους. Είμαστε σε έναν δρόμο μακρύ και λεπτό. Σκυλοβρίζοντας. Άλλωστε έτσι γύρισα πίσω σε εσένα από τα μέρη στα οποία πήγα. Ακόμα και αν καθίσω στην Αγία Πετρούπολη και κουβεντιάσω με τον Πούσκιν. Ακόμα και αν μείνω μόνος με τον Δούναβη στη Βουδαπέστη. Πάλι θα επιστρέψω σε εσένα.
Μου καις την ψυχή; Κάψε την! Κάψε ό,τι υπάρχει! Έκλεψαν εκείνοι που έκλεψαν το σήμερα, άφησέ μου τις αναμνήσεις μου. Αν δεν είμαι εγώ, δεν θα είναι και εκείνοι που θα έρθουν μετά από εμένα αύριο σε αυτό το παλιό χάνι. Μια μέρα μπορεί να σε ερωτευτώ ξανά. Μετά που θα επιστρέψεις στην παιδική σου ηλικία…