Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ,
Διάβασα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα σχόλια που έγιναν στον νότο για το άρθρο που έγραψα σε σχέση με το έγκλημα στην Τόχνη και ρώτησα κατά πόσον υπεύθυνος γι’ αυτό το έγκλημα είναι ο πατέρας του Αναστασιάδη. Σε ένα από αυτά τα σχόλια αναφέρεται το εξής: «Κύριε Λεβέντ, άσε αυτά που έκαναν οι Ελληνοκύπριοι στους Τουρκοκύπριους, πες μας γι’ αυτά που έκαναν οι Τούρκοι στους Ελληνοκύπριους». Ακριβώς όπως μου λένε οι σοβινιστές στον βορρά. Δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφορά. Και εκείνοι λένε τα ίδια πράγματα: «Γιατί πάντα γράφεις αυτά που έκαναν οι Τούρκοι στους Ελληνοκύπριους; Ξέχασες αυτά που μας έκαναν οι Ελληνοκύπριοι; Γράψε τα και αυτά!» Ιδού, ένα τέτοιο πράγμα είναι το να είσαι δημοσιογράφος και συγγραφέας στην Κύπρο. Δεν είμαστε λαός που αγαπά πολύ το διάβασμα. Ίσως γι’ αυτό στις τζαμαρίες μας υπάρχουν κρυστάλλινα ποτήρια, γλυκό καρυδάκι και νεραντζάκι και ενθύμια και όχι βιβλία. Δεν υπάρχει βιβλιοθήκη! Ανάμεσα στους αναγνώστες μιας εφημερίδας, πολύ λίγοι είναι εκείνοι που παρακολουθούν τακτικά έναν συγγραφέα. Τώρα πάρα πολλοί δεν παίρνουν εφημερίδα να διαβάσουν. Διαβάζουν ό,τι βρουν στο διαδίκτυο. Και σχολιάζουν έναν συγγραφέα κοιτάζοντας μόνο ένα άρθρο που έγραψε, χωρίς να έχουν διαβάσει τα προηγούμενα άρθρα του. Τα πιο πάνω παραδείγματα αυτό αφορούν. Είμαι συγγραφέας τόσα χρόνια, γράφω καθημερινά, αλλά ο άνθρωπος δεν ξέρει τι γράφω. Και ύστερα σηκώνεται και σχολιάζει. Κόβει και ράβει σε μια στιγμή. Μόλις διαβάσει για το έγκλημα στην Τόχνη, λέει «άσε το αυτό, πες μας αυτά που έκαναν οι Τούρκοι». Ο δε άλλος πετάει ένα «πες μας τι μας έκαναν οι Ελληνοκύπριοι δολοφόνοι». Στα μάτια του ενός είμαι τουρκόφιλος, στα μάτια του άλλου φίλος των Ελληνοκυπρίων. Μήπως υποχρεούμαι να αποδείξω στους Ελληνοκύπριους ότι δεν είμαι τουρκόφιλος και στους Τούρκους ότι δεν είμαι φίλος των Ελληνοκυπρίων; Καμία σχέση! Είμαι Κύπριος και πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Δεν ξεχωρίζω τον πόνο σε τουρκικό και ελληνικό. Στα δικά μου μάτια είναι ίσοι οι τάφοι με σταυρό και ημισέληνο. Αν διάβαζαν τα άρθρα μου, θα καταλάβαιναν. Ειδικά εκείνος ο αγαπητός Ελληνοκύπριος φίλος, ο οποίος με ρωτά «γιατί δεν έγραψες τα εγκλήματα των Τούρκων;» Δεν ξέρει ότι πιο πολύ αυτά έγραψα. Διότι ως ένας Τουρκοκύπριος νιώθω πιο πολύ ευθύνη και ντροπή γι’ αυτό.
Όσον αφορά τους σοβινιστές που με κατηγορούν για «φίλο των Ελληνοκυπρίων» στον βορρά, εκπλήττονται μόλις γράψω για τα εγκλήματα στα χωριά Μαράθα και Τόχνη. Πώς τα γράφει αυτά ένας «φίλος των Ελληνοκυπρίων»; Δεν μπορούν να καταλάβουν το γεγονός ότι τα γράφει αυτά κάποιος που σήκωσε μπαϊράκι κατά της κατοχής της Τουρκίας στο νησί. Διότι δογματίζουν. Αν είναι κακός κάποιος, είναι κακός. Αν είναι καλός, είναι καλός. Δεν μπορεί να υπάρξουν καθόλου καλοί ανάμεσα στους κακούς και κακοί ανάμεσα στους καλούς. Ο τουρκικός στρατός δεν διαπράττει ποτέ εγκλήματα! Να που έκανε. Μάλιστα έκοψε ακόμα και αφτιά από νεκρούς. Ναι, η Τουρκία είναι κατοχική δύναμη. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αναφερόμαστε καθόλου στα εγκλήματα στα χωριά Μαράθα και Τόχνη. Επιπλέον, δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε το 1963 και την περίοδο που ακολούθησε, ακόμα και αν το 1974 είναι η πιο τραγική χρονιά της πατρίδας μας. Αν με χειροκροτεί μόλις γράψω για το έγκλημα στη Μαράθα ο άνδρας που με μισεί όταν γράφω για το έγκλημα στο Παλαίκυθρο που διαπράχθηκε από Τουρκοκύπριους, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά διπλοπροσωπία.
Είναι πολύ δύσκολο να είσαι Κύπριος. Πιο δύσκολο είναι να είσαι άνθρωπος. Έγραψα γι’ αυτά που υπέφεραν και οι δύο κοινότητες. Τον πόνο και των δύο κοινοτήτων. Ουδέποτε ήταν φίλοι μου εκείνοι που τους προκάλεσαν αυτό τον πόνο, όποιοι και να είναι αυτοί. Ό,τι είναι για μένα ένας Τούρκος που ακόμα δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν τα λείψανά του, το ίδιο είναι και ένας Έλληνας. Θα ήθελα να φτιάξω έναν στρατό. Όχι από ζωντανούς. Από νεκρούς. Έναν στρατό Κυπρίων! Όσοι δολοφονήθηκαν, δολοφονήθηκαν είτε επειδή ήταν Τούρκοι είτε επειδή ήταν Έλληνες. Όμως, για μένα το αίμα που χύθηκε δεν έχει έθνος και φυλή πλέον. Εκείνοι πέθαναν. Και είμαι βέβαιος ότι αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, θα καταλάβαιναν ότι πέθαναν άδικα και για ένα τίποτα. Οι στρατιώτες θα ένιωθαν μεταμέλεια επειδή τους είχε καρφωθεί μια κακή ρατσιστική έμμονη ιδέα και θα γίνονταν εχθροί όσων τους είχαν δώσει τη διαταγή να σκοτώσουν.
Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι θα μπορούσα εύκολα να αλλάξω κάποια ρατσιστικά μυαλά με το να γράφω και να λέω κάποια πράγματα. Πάλι όμως τα γράφω. Και θα γράφω. Να τα διαβάζουν όσοι είναι να τα διαβάσουν. Να σχολιάζουν όσοι είναι να σχολιάσουν. Είτε τουρκόφιλο να πουν, είτε φίλο των Ελληνοκυπρίων. Το μεγαλύτερο δικαστήριο είναι η ίδια η συνείδηση του ανθρώπου. Και αν υπάρχει Θεός, είναι εκεί. Η ησυχία της συνείδησης είναι η ύψιστη ησυχία. Ίσως να το αντιληφθούν όλοι αυτό όταν πεθάνουν. Μακάρι να το αντιληφθούν ενόσω ζουν. Να καταλάβουν ότι και τα παλάτια και τα χρυσάφια δεν αξίζουν όσο μια ήσυχη συνείδηση…