Το περασμένο Σάββατο έγινε ξανά «Πλατεία Ελευθερίας», κατά πως έγραψε κι η συντρόφισσα Τ.Σ. λίγο πριν ξεκινήσει η εκδήλωση μνήμης και αξιοπρέπειας των μοτοσυκλετιστών. Στην παρουσία της κυρίας Τασούλας Ισαάκ και του κυρίου Σπύρου Σολωμού, όλα έγιναν ανθρώπινα στα απάνθρωπα τσιμέντα της μισής Λευκωσίας. Πίσω απλωνόταν η υπόλοιπη, αυτή που ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον δικτάτορα Ταγίπ Ερντογάν και κάμποσους παρατρεχάμενους, για να γιορτάσουν τη 47η επέτειο της τουρκικής εισβολής και να ανακοινώσουν περισσότερα εγκλήματα, όπως αυτά που διαπράττουν διαρκώς στη Μόρφου, στην Κερύνεια, στη Λευκωσία. Μπροστά, το «Δεν Ξεχνώ» λάμβανε τεράστια και σύγχρονη σημασία κι ο κόσμος έσπευδε στο συναπάντημα αντίστασης και λευτεριάς.
Αυτό είχε σκοπό κι η «Πρωτοβουλία Μνήμης Ισαάκ – Σολωμού», που πραγματοποίησε την εκδήλωση ως κορύφωση του οδοιπορικού μνήμης και αξιοπρέπειας, ενός οδοιπορικού που διέσχισε την Ελλάδα για να μεταφέρει το μήνυμα της μαχόμενης Κύπρου, το μήνυμα του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού. Να συγκλονίσει τη μνήμη των ανθρώπων, να επανατοποθετήσει τις βασικές αρχές και αξίες του Ελληνισμού, να επισημάνει το νόημα των ποιητών, να υπογράψει το μανιφέστο της ιστορικής συνείδησης. Να βάλει ένα ακόμα τούβλο στον τοίχο της αξιοπρέπειας, τούτες τις άγριες ώρες της παρακμής.
Η πλατεία ήταν γεμάτη. Όπως ήταν και στις 17 Οκτωβρίου στο κατοχικό οδόφραγμα της Δερύνειας, όταν οι μοτοσυκλετιστές κατηγορήθηκαν, εμμέσως πλην σαφώς, από τους αγγελιοφόρους της ήττας, ότι «δουλεύουν» για την εκλογή Τατάρ. Κι όμως, χιλιάδες πολίτες έσπευσαν για να διατρανώσουν τη στήριξη στο καίριο και επαρκέστατο σύνθημα «Είμαστε όλοι Αμμοχωστιανοί, είμαστε όλοι Κερυνειώτες» -σήμερα μοιάζει πιο δημοφιλές, το πρώτο μισό. Το δεύτερο είναι ακραίο, καθώς η Κερύνεια θυσιάστηκε προ πολλού.
Η πλατεία ήταν γεμάτη το Σάββατο 17 Ιουλίου 2021. Τα πρόσωπα των ανθρώπων κουβαλούσαν τις μνήμες της εισβολής, την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή, την ιστορική συνέχεια, την ταυτότητα, όνομα, σώμα, θρησκεία μέσα στην τουρκοκρατία. Οι λευκές μπλούζες των μοτοσυκλετιστών ήταν απόδειξη του προφανούς: «Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Πάντα γελαστοί και με τα μάτια γεμάτα, οι άνθρωποι που επανάφεραν δεκάδες συμβολισμούς στην Πλατεία Ελευθερίας, τραγούδησαν για την Κύπρο, τον Τάσο, τον Σολωμό, τις μανάδες, τις γιαγιάδες, τα κενοτάφια του Τύμβου, για όλα εκείνα που κουβαλά όποιος γεννιέται σε τούτο το καταραμένο νησί. Αμφισβήτησαν τις επιβουλές των αντιπροσώπων της κατοχής, τις επιταγές των απολογητών της Τουρκίας και επέμειναν, «στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι», για τον αγώνα της αξιοπρέπειας. Κατά το παράδειγμα του Τάσου, που έτρεξε μέσα στη φωτιά για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, κατά το παράδειγμα του Σολή και του βλέμματός του που κοίταξε στο άπειρο. Η πλατεία ήταν γεμάτη.