Του: Γιώργου Καλλινίκου, 14 Ιανουαρίου 2021
«Άμα ήθελε η Κυβέρνηση θα μπορούσε να παρέμβει στις ανακριτικές Αρχές για να παρουσιάσουν φάκελο ο οποίος δεν θα δικαιολογούσε τη δίωξη από πλευράς γενικού εισαγγελέα». Δεν πρόκειται για δήλωση κάποιου τυχαίου προσώπου. Ούτε κάποιου ασήμαντου δημοσίου λειτουργού. Ούτε καν για δήλωση ενός μεσαίας εμβέλειας πολιτειακού αξιωματούχου. Πρόκειται για τοποθέτηση του πρώτου τη τάξει στην κυπριακή πολιτεία. Του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε συνέντευξή του στον «Πολίτη» την περασμένη Κυριακή. Δεν γνωρίζω αν και πόσο σχολιάστηκε η συγκεκριμένη αναφορά, όντας σε οικουρία τις προηγούμενες μέρες. Είναι, όμως, τόσο εξωφρενική για την στήλη, που είναι αδύνατον να αφεθεί ασχολίαστη.
Η απάντηση του Νίκου Αναστασιάδη δόθηκε σε κάποιο σημείο της συνέντευξης όπου είχε στριμωχθεί για το περιβόητο σκάνδαλο των «χρυσών» διαβατηρίων. Αντέταξε το γνωστό επιχείρημα το οποίο οι κυβερνώντες ενθυμούνται όποτε τους βολεύει, ότι επί δικής του διακυβέρνησης πήγαν φυλακή περισσότεροι πολιτικοί παρά ποτέ. Ορθώς οι δημοσιογράφοι του αντέτειναν ότι ήταν δουλειά της Γενικής Εισαγγελίας διότι η Κυβέρνηση ούτε δικάζει ούτε καταδικάζει. Ο Αναστασιάδης απάντησε με τον προαναφερθέντα εξωφρενικό τρόπο.
Πρόκειται για μια άκρως προκλητική και εξοργιστική τοποθέτηση λεχθείσα δια προεδρικών χειλέων. Επιτρέπει στον καθένα να την ερμηνεύσει ως απίστευτη και ωμή παραδοχή ότι όποτε θέλει η Κυβέρνηση μπορεί να επεμβαίνει σε αστυνομικές ανακρίσεις, παρουσιάζοντας στον Γενικό Εισαγγελέα ό,τι φάκελο θέλει. Ο Πρόεδρος χρησιμοποίησε την αναφορά για να υποστηρίξει ότι δεν παρενέβη η Κυβέρνηση για να επηρεάσει τις ανακρίσεις για αυτούς που πήγαν φυλακή. Είναι, ωστόσο, ευνόητο ακόμη και για μικρό μαθητή ότι η τοποθέτηση καταδεικνύει την ύπαρξη τέτοιων παρεμβάσεων. Διότι αν δεν υπήρχε τέτοιο φαινόμενο, απλούστατα, θα θεωρείτο δεδομένο ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια παρέμβαση από πλευράς Κυβέρνησης. Ευλόγως, λοιπόν, δεν θα υπήρχε και λόγος διευκρίνησης από πλευράς Προέδρου.
Ούτως ή άλλως, όμως, τέτοια αναφορά από πλευράς του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι απαράδεκτη. Διότι ανοίγει ένα καθ’ όλα ανεπίτρεπτο κεφάλαιο. Αυτό της παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης από την Κυβέρνηση. Το μήνυμα το οποίο στέλλεται στους πολίτες είναι απογοητευτικό και συνάμα εξοργιστικό. Πλήττει καίρια την εμπιστοσύνη (αν και όση έχει απομείνει) των πολιτών προς την Δικαιοσύνη, τις ανακριτικές Αρχές, την Αστυνομία, την Γενική Εισαγγελία.
Όταν ο ίδιος ο Πρόεδρος παραδέχεται ότι ανά πάσα στιγμή η Κυβέρνηση δύναται να παρέμβει υπέρ ή εναντίον οποιουδήποτε και να επηρεάσει κατά το δοκούν το φάκελο του, το μόνο που ακολουθεί είναι η πρόκληση κορυφαίας καχυποψίας. Συστατικό άκρως εκρηκτικό για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα.
Εκείνο το οποίο πρέπει να απαντήσει ο Αναστασιάδης είναι αν υπήρξαν τέτοιες παρεμβάσεις, πόσες και σε ποιες περιπτώσεις. Βεβαίως, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχθεί κάτι τέτοιο για τη δική του Κυβέρνηση. Πλην, όμως, δεν δύναται και να διαγράψει δια παντός πλέον την δημιουργηθείσα καχυποψία. Και αυτό είναι τεράστιο πλήγμα για μια κοινωνία η οποία την τελευταία δεκαετία μαστίζεται από αλλεπάλληλους ολέθρους.
Πώς να μην μπει ο καθένας στη βάσανο καχύποπτων σκέψεων; Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του συγκεκριμένου Προέδρου παύθηκαν ή υποχρεώθηκαν σε παραίτηση Αρχηγοί και Υπαρχηγός της Αστυνομίας. Πώς να μην αναρωτηθεί κάποιος μήπως ο λόγος βρισκόταν στο ότι οι συγκεκριμένοι δεν συναινούσαν στην προσπάθεια κάποιων κυβερνώντων να παρέμβουν στις ανακρίσεις και στην αλλοίωση φακέλων; Πώς να μην αναρωτηθεί κάποιος αν υπάρχει διασύνδεση για το γεγονός ότι δεν καταδικάστηκε κανείς για το σκάνδαλο της οικονομικής καταστροφής; Πώς ακόμη να μην αναρωτηθεί ακόμη και ο πλέον καλόπιστος κριτής αν ο λόγος για τον οποίο μανιωδώς εδώ και πέντε χρόνια πασχίζει ο Πρόεδρος να εξοντώσει τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη είναι γιατί δεν συναινεί στους ελέγχους που κάνει ώστε να σκεπάζει ημέτερους…
Πριν και πάνω απ’ όλα, σε μια περίοδο κατά την οποία η Κυβέρνηση και ο Πρόεδρος βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο για το σκάνδαλο των διαβατηρίων, πώς να μην σκεφτεί ο καθένας καχύποπτα ότι θα υπάρξει παρέμβαση στις ανακρίσεις; Ιδίως όταν στην ηγεσία της Γενικής Εισαγγελίας βρίσκονται δύο τέως υπουργοί του Αναστασιάδη, οι οποίοι συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων για την υπόθεση η οποία διέσυρε διεθνώς την Κύπρο;
Σε μιαν εποχή κατά την οποία η μπόχα έχει πνίξει την κυπριακή κοινωνία απ’ άκρη σ’ άκρη, η εν λόγω τοποθέτηση του Αναστασιάδη αποτελεί ολέθριο λάθος. Κορυφώνει την καχυποψία. Εκμηδενίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Εκτοξεύει την οργή και την αγανάκτηση. Όλα αυτά τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς τους οποίους παραθέτει σήμερα η στήλη, σίγουρα θα έχουν απασχολήσει και όσους έχουν διαβάσει την προεδρική τοποθέτηση.
Εκείνο, ωστόσο, που είναι ακατανόητο είναι γιατί δεν υπήρξε η ανάλογη αντίδραση. Δεν υπάρχουν κόμματα τα οποία να αντιλήφθηκαν το μέγεθος του ολισθήματος; Δεν υπάρχει ευαισθησία στην Αστυνομία, στη Γενική Εισαγγελία, στα Δικαστήρια ώστε να διαχωρίσουν τη θέση τους; Δεν υπάρχει ευθιξία σε κάποιους για να επαναλάβουν εκείνο το αγέρωχο «Ντροπή», που ο προηγούμενος Γενικός Εισαγγελέας πέταξε στην είσοδο του Προεδρικού, για να μείνει σαν τεράστιος λεκές στην Ιστορία;