Του: ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 07/12/2020
Στο βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα με τίτλο «Πραξικόπημα και Εισβολή», ο αγαπητός Ιμπραχίμ Αζίζ περιγράφει ως εξής το πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974:
«Ανατρίχιασα με τον τρόμο που σκορπάει ένα αεροπλάνο, το οποίο περνάει μουγκρίζοντας σαν να σκίζει σχεδόν τον αέρα ξεπερνώντας την ταχύτητα του ήχου καθώς πετούσε πάνω από τη στέγη του σπιτιού στο οποίο διέμενα. Πετάχτηκα αμέσως έξω. Μετά από το πρώτο αεροπλάνο τζετ, δεύτερο αεροπλάνο σε χαμηλό υψόμετρο και ξεπερνώντας το φράγμα του ήχου χωνόταν στον ορίζοντα και χανόταν πάνω τον λόφο της Αθαλάσσας. Το ρολόι έδειχνε 5.20 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Πετάχτηκαν έξω και οι γείτονες που ξύπνησαν από τον θόρυβο των αεροπλάνων».
Ιδού, εκείνη τη στιγμή ένιωσε ολομόναχος, ανήμπορος και ανυπεράσπιστος κάτω από το πέλμα των ανηλεών κανόνων του πολέμου και της θηριωδίας. Μήπως είναι εύκολο να ζεις ως Τουρκοκύπριος την 20η Ιουλίου μέσα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα; Στη συνέχεια διηγείται ως εξής την κατάσταση με τους γείτονές του:
«Κοιταχτήκαμε με ένα βλέμμα που σήμαινε ήρθαν. Τους κοίταξα με την ίδια αντίδραση, νιώθοντας τον ίδιο τρόμο ως άνθρωπος της ίδιας πατρίδας. Κάποιοι από εκείνους με κοίταξαν περιφρονητικά λέγοντας ‘ήρταν οι Τούρτζιοι/ ήρθαν οι Τούρκοι’. Μπήκα στο σπίτι. Μύρισα τις ζεστές ανάσες της 12χρονης κόρης μου και του 6χρονου γιου μου που ανυποψίαστοι κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου. Έτρεξα στο ραδιόφωνο».
Ύστερα αναμονή ειδήσεων με ανυπομονησία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έγινε απόβαση, πέταξαν στρατιωτικά τζετ και το ΡΙΚ ήταν στον κόσμο του. Στις έξι η ώρα η πρωινή γυμναστική όπως κάθε μέρα, προσευχές, και μουσική. Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν από την τηλεόραση αναγνώστηκε μόλις μετά τις οκτώ η ώρα, λέει. Μόλις έπεσαν οι αλεξιπτωτιστές. Μόλις κηρύχτηκε επιστράτευση και ο γείτονάς του Απόστολος βιαζόταν για να πάει αμέσως να καταταγεί στον στρατό, ο Ιμπραχίμ τον προειδοποίησε λέγοντας «τι βιάζεσαι;». Όμως, όταν έγινε άλλη μια πρόσκληση, ο άνθρωπος σηκώθηκε και πήγε. Ύστερα εστάλη στο μέτωπο του Γερολάκκου, όπου ήταν τα πιο σφοδρά πυρά. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του στο τέλος του πολέμου στο μέτωπο, έμοιαζε σαν να επέστρεφε από την κόλαση. Είπε στον Ιμπραχίμ: «Είχες δίκιο. Σε παρανόησα. Νόμισα ότι δεν ήθελες να πολεμήσουμε εναντίον των Τούρκων στρατιωτών».
Ο Ιμπραχίμ Αζίζ, ο οποίος ήταν μέλος του ΑΚΕΛ και πήγαινε συχνά στο κόμμα εκείνες τις μέρες, διηγείται όσα έζησε με πολύ απλό αλλά συναρπαστικό ύφος. Τότε, λέει, έλαβε μια πρόταση από τον Γιάννη Κατσουρίδη, που ήταν ο δεύτερος τη τάξει στο ΑΚΕΛ. Διοργανώθηκε μια διάσκεψη στο Παρίσι με σκοπό την καταδίκη της τουρκικής εισβολής και ζητήθηκε να συμμετάσχει σε αυτή τη διάσκεψη και ο Ιμπραχίμ ως Τουρκοκύπριος. Κατόπιν τούτου, ο Ιμπραχίμ ζήτησε να συζητήσει τη στάση του κόμματος σε σχέση με τους Τουρκοκύπριους, λέει. Ο Κατσουρίδης δέχτηκε ψυχρά την πρότασή του, λέει. Στο τέλος δεν πήγε στο Παρίσι ο Ιμπραχίμ. «Αλλά πλήρωσα βαρύ το τίμημα γι’ αυτό», λέει. Τον ξέγραψε εντελώς ο Κατσουρίδης. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι αργότερα διαγράφηκε από το κόμμα.
Είναι ένας Τουρκοκύπριος αριστερός που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους. Ένα δίκοπο μαχαίρι. Γκρεμός και στις δύο πλευρές. Από τη μια οι πράκτορες της ΤΜΤ που του έστηναν καραούλι και έτρεχαν από πίσω του για να τον σκοτώσουν όπως άλλους Τουρκοκύπριους αριστερούς. Και από την άλλη οι φασίστες Ελληνοκύπριοι δολοφόνοι.
Ο Ιμπραχίμ, ο οποίος για την ασφάλεια της οικογένειάς του και του ιδίου πήγε για ένα διάστημα στην πατρίδα της συζύγου του τη Βουλγαρία, αφού έμεινε εκεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επέστρεψε πίσω ακριβώς κατά την περίοδο που θα επέστρεφε ο Μακάριος στο νησί. Περιγράφει ως εξής την επιστροφή του Μακαρίου:
«Στις 7 Δεκεμβρίου ο λαός συγκεντρώθηκε στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής για να υποδεχθεί τον Μακάριο. Πήγα νωρίς στην πλατεία για να μπορέσω να παρακολουθήσω την ομιλία του. Στάθηκα κάτω από το μπαλκόνι στο οποίο θα μιλούσε. Είχε φέρει κλάδο ελαίας, όμως είχε φέρει ένα τεράστιο ελαιόδεντρο, όχι μόνο ένα κλαδί ελιάς! Ανακοίνωσε γενική αμνηστία, υποσχέθηκε να αφιερωθεί στην ενότητα του κυπριακού ελληνισμού, δήλωσε ότι δεν θέλει να ξύνει τις πληγές, αλλά να τις επουλώσει και έδωσε αμνηστία στους πραξικοπηματίες ΕΟΚΑΒητατζήδες που ήθελαν να γκρεμίσουν το κράτος και να σταλεί στην Αθήνα μέσα σε ένα ταψί το δικό του κεφάλι ως επικεφαλής του κράτους που ήταν! Ο εχθρός δεν ήταν στο εσωτερικό πλέον για τον Μακάριο. Ήταν η Τουρκία στην οποία δήλωσε ότι δεν θα έδινε γη και ύδωρ, ήταν η τουρκική κατοχή στην Κύπρο».
Ο Ιμπραχίμ Αζίζ περιγράφει ως εξής την ψυχολογική του κατάσταση μετά που άκουσε την ομιλία του Μακαρίου εκείνη την ημέρα:
«Έφυγα από την πλατεία της Αρχιεπισκοπής με απογοήτευση και μεγάλη λύπη. Δεν μπορούσα να ταχθώ υπέρ της κατοχής στη μοιρασμένη μας πατρίδα. Στην πληγωμένη μου χώρα από τη μια είναι οι Έλληνες και από την άλλη οι Τούρκοι. Εγώ ως Κύπριος ζούσα τον πόνο και το δράμα να είμαι στη μέση ‘ένας Τούρκος ανάμεσα σε Έλληνες’. Σάμπως και ήμουν ολομόναχος ανάμεσα στο πλήθος των 250 χιλιάδων ατόμων που μαζεύτηκε στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής και στους γύρω δρόμους».
Στο πίσω μέρος του βιβλίου έγραψα το εξής για εκείνον:
«Ο Ιμπραχίμ Αζίζ, που ανέλαβε καθήκοντα μετά από τον Ντερβίς Καβάζογλου, δεν αφέθηκε να ζήσει στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της ηγεσίας της τουρκικής κοινότητας η οποία αποσύρθηκε από τη Δημοκρατία. Στους τοίχους αναρτήθηκαν αφίσες για ‘Καταζητούμενους/ Wanted’. Αναγκάστηκε να καταφύγει και να ζήσει στις περιοχές που ελέγχουν οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά τις ημέρες του πραξικοπήματος και της εισβολής γλύτωσε παρά τρίχα από τα χέρια των Ελληνοκυπρίων φασιστών».
Σε αυτό το νησί ζει κανείς είτε ως Έλληνας είτε ως Τούρκος. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσει ως Κύπριος!
Οι αναμνήσεις του Ιμπραχίμ Αζίζ
Posted in By Cyclamen