Menu Close

Αναρτήσεις

7 Ιουλίου 2000 – Η ιστορία μιας μέρας

ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 08/07/2021

Ήταν πάλι μια τέτοια ζεστή μέρα του Ιουλίου. Πριν από 21 χρόνια. Ένα μεσημέρι. Πετάχτηκα από τη θέση μου μόλις «έσκασαν» δύο απανωτοί θόρυβοι που έμοιαζαν με πυροβολισμούς στην πόρτα του διαμερίσματος που νοίκιαζα στον τρίτο όροφο. Και ξαφνικά είδα μπροστά μου ανθρώπους με αυτόματα όπλα και πηλήκια. Και έναν κινηματογραφιστή με στραμμένη την κάμερά του προς το μέρος μου. Ήταν 7-8 άτομα. Επικεφαλής τους ήταν ο Αμπντουλλάχ Τσαβούς. Μπήκαν αμέσως στα δωμάτια. Άρχισαν να πετάνε και να ανακατώνουν τα πάντα. «Έχετε ένταλμα έρευνας», ρώτησα τον Αμπντουλλάχ Τσαβούς. «Έχουμε», είπε. «Να το δω», είπα. Άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια του, όμως τον έκλεισε γρήγορα.

Δεν μπόρεσα να διαβάσω πλήρως το κείμενο και δεν μπόρεσα να δω το όνομα του δικαστή. «Πρέπει να το δω», είπα. Όμως αδιαφόρησε. Μόνο που ύστερα άνοιξε ξανά τον φάκελο χωρίς να τον ρωτήσω και μου έδωσε την ευκαιρία να τον διαβάσω. Όμως, το όνομα του δικαστή δεν φαινόταν, δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος ήταν, επειδή μόνο η υπογραφή του υπήρχε. Στο μεταξύ, ρώτησα τον κάμεραμαν που κινηματογραφούσε: «Από ποια εφημερίδα είσαι;» «Είμαι αστυνομικός», είπε. Δεν υπήρχαν πολλά αντικείμενα στο σπίτι. Ήταν ένα διαμέρισμα με δύο δωμάτια και ένα σαλόνι. Ένα από τα δωμάτια ήταν σχεδόν τελείως άδειο. Στο δε άλλο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι και ένας αεριστήρας. Στο σαλόνι υπήρχαν μερικές πολυθρόνες και μια τηλεόραση. Γι’ αυτό δεν είχαν πολλή δουλειά εκείνοι που ερευνούσαν το σπίτι. Όταν είδα σε ένα σημείο ότι άγγιζαν τις κουρτίνες και τις έσφιγγαν, σκέφτηκα ότι «μήπως ήρθαν όταν έλειπα από το σπίτι και έκρυψαν ναρκωτικά και άλλα παρόμοια». Δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν από το σπίτι. Βρήκαν μόνο το αρνητικό ενός φιλμ φωτογραφικής μηχανής. Στο τραπεζάκι της τηλεόρασης. Δεν θυμόμουν καν ότι είχα βάλει εκεί εκείνο το φιλμ. Ήταν, λέει, φωτογραφίες απαγορευμένων στρατιωτικών περιοχών. Το έμαθα και αυτό από εκείνους. Πολύ αργότερα έμαθα ότι οι ίδιοι έφεραν εκείνο το φιλμ και το έβαλαν εκεί. Θα το χρησιμοποιούσαν ως τεκμήριο για την κατηγορία της κατασκοπείας που ετοιμάζονταν να προσάψουν.

Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα μετά από μια δίωρη έρευνα στο σπίτι. Στο τμήμα στο Σαράι. Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο που κοίταζε προς τη λεωφόρο. Μπροστά περπατούσε ο Αμπντουλλάχ Τσαβούς και πίσω εγώ. «Σήμερα είσαι φιλοξενούμενός μας», είπε ο Τσαβούς. Σταμάτησα. «Φιλοξενούμενος; Δεν είμαι φιλοξενούμενος. Έχω δουλειές», είπα. Γύρισα προς τα πίσω και άρχισα να περπατώ. «Εντάξει, τότε θα σε συλλάβω», είπε ο Τσαβούς. «Συνέλαβέ με», του είπα. Μπήκαμε στο δωμάτιο που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε ένα άλλο δωμάτιο. Ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. Κάθισα στην καρέκλα που βρισκόταν απέναντι από το τραπέζι. Έβαλαν πάνω από το κεφάλι μου και δύο αστυνομικούς. Αυτό συνεχίστηκε χωρίς καμία άλλη κίνηση μέχρι τα μεσάνυκτα. Άλλαξαν μερικές βάρδιες οι αστυνομικοί. Εκείνοι που πηγαινοέρχονταν κουβέντιαζαν μαζί μου. Όταν τους είπα ότι δεν έχω διαπράξει κανένα αδίκημα, δεν ήθελαν να με πιστέψουν.

Τα μεσάνυκτα ήρθε επιτέλους ο εκ Τουρκίας ανακριτής. Κάθισε μπροστά στο τραπέζι. Ένας λοχαγός από την Προεδρία Πολιτικών Υποθέσεων. Στη μία από τις δύο καρέκλες που βρίσκονταν στις δύο πλευρές του τραπεζιού κάθισε ο Αμπντουλλάχ Τσαβούς και στην άλλη ένας ανοιχτόκαρδος Κύπριος αξιωματικός, το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι. Και οι δύο ήταν Τουρκοκύπριοι. Άρχισε η ανάκριση. «Οι Ελληνοκύπριοι δημοσιογράφοι σου έδωσαν χρήματα στην Πύλα, όμως δεν τα πήρες», είπε. «Ε, αν ξέρετε ότι δεν τα πήρα, γιατί με συλλάβατε;» Ξαφνικά η ανάκριση μετατράπηκε σε σύγκρουση. Επαναστάτησα λέγοντας «ποιος είσαι εσύ και με ανακρίνεις στην πατρίδα μου ως προδότη». Στα μάτια του Αμπντουλλάχ Τσαβούς και του άλλου Τουρκοκύπριου αξιωματικού ένιωσα μιαν στάση υπέρ μου. Σαν να τους είχε αρέσει το γεγονός ότι δεν παραδόθηκα και πέρασα στην επίθεση. Νομίζω ότι εκείνο το βράδυ ο Αμπντουλλάχ Τσαβούς κατάλαβε ότι επρόκειτο για μια δολοπλοκία. Άλλωστε ύστερα εγκατέλειψε το καθήκον της ανάκρισης χωρίς να συνεχίσει καθόλου την υπόθεση. Δεν ήρθε καθόλου στο δικαστήριο.

Αυτή η ανάκριση διήρκεσε επί μακρόν. Συμπληρώθηκαν έξι ώρες. Κατεβήκαμε κάτω. Ζήτησαν να βγάλω τα κορδόνια των παπουτσιών μου και το ρολόι μου και να τους τα παραδώσω. Τα έβγαλα και τους τα έδωσα. Και ύστερα με έβαλαν σε ένα μικρό κελί που βρισκόταν στο υπόγειο. Στο κελί υπήρχε ένα πέτρινο κρεβάτι κολλητό με τον τοίχο. Και μια κουβέρτα λερωμένη, γεμάτη εμετούς. Ξάπλωσα στις 6 η ώρα και με ξύπνησαν στις 7. Θα με προσήγαγαν στο δικαστήριο. Είχε ξημερώσει.

Sener Levent

Posted in Politics, Από Πολίτη

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *