Στην Αθήνα ήταν η Μάγδα Φύσα. Η μάνα του Παύλου που έκανε τον πόνο της δύναμη. Δέχτηκε τη χλεύη των δολοφόνων του γιου της και άντεξε όσο χρειάστηκε. Ακόμα λοιδορείται, αλλά δεν τα βάζει κάτω. Απαντά, καταγγέλλει και προχωρεί με αξιοπρέπεια.
Στην Κύπρο, είναι η Ανδριάνα Νικολάου. Μια γυναίκα που για 16 χρόνια επέμεινε να ζητά να μάθει την αλήθεια για το θάνατο του γιου της και να αποδοθεί, αν είναι δυνατόν, Δικαιοσύνη. Πορεύτηκε σχεδόν μονάχη βρίσκοντας κλειστές πόρτες και χωρίς ιδιαίτερη συμπαράσταση αφού οι πλείστοι, γνωρίζοντας τα γεγονότα όπως παρουσιάστηκαν από την επίσημη πλευρά, είχαμε την εντύπωση πως πρόκειται απλά για μια μάνα που δεν μπορεί να αντέξει την αλήθεια.
Μετά το 1974 ήταν οι μανάδες (και οι σύζυγοι) των αγνοουμένων. Για χρόνια στο οδόφραγμα, σε εκδηλώσεις στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ντυμένες στα μαύρα και με τις φωτογραφίες των δικών τους να ψάχνουν απαντήσεις. Η πιο δυνατή εικόνα που θα έχουμε από την μετά την εισβολή εποχή είναι αυτή: Των γυναικών που δεν έπαψαν ποτέ να αναζητούν τα παιδιά τους. Τα πρόσωπα τους χαράχτηκαν από τον πόνο και τον χρόνο αλλά αυτές παρέμειναν αμετακίνητες στον μόνο πλέον σκοπό της ζωής τους. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να μιλήσει στη διεθνή κοινότητα ήταν η εικόνα της μάνας.
Στην Αργεντινή έγιναν κίνημα: Οι μανάδες της Plaza de Mayo. Ξεκίνησε από ένα μικρό, αρχικά, αριθμό γυναικών που αγνόησαν κάθε προειδοποίηση για τους κινδύνους να τα βάλουν με τη δικτατορία στήθηκαν σε μια κεντρική πλατεία του Μπουένος Άιρες απαιτώντας να μάθουν την τύχη των παιδιών και εγγονιών τους. Ο στόχος τους εν μέρει επιτεύχθηκε αφού 1.000 περίπου βασανιστές και δολοφόνοι της χούντας (1976- 1983) δικάστηκαν και 700 από αυτούς καταδικάστηκαν. Οι γυναίκες όμως, ηλικιωμένες πια, παρέμειναν στην πλατεία προειδοποιώντας πως «η νέα κυβέρνηση της Αργεντινής θέλει να σβήσει από τη μνήμη όλα αυτά τα φρικτά χρόνια», εξηγούσε η Τάτι Αλπέιντα, της οποίας ο 20χρονος γιός Αλεχάντρο «εξαφανίστηκε» το 1975. Κι αυτή ήταν τότε 40 και έφτασε στα 86. «Εάν μιλούσα για τον γιο μου στο κομμωτήριο ή στο σουπερμάρκετ, όλοι έφευγαν τρέχοντας. Ακόμα και το να ακούν ήταν επικίνδυνο. Αλλά δεν μπορούσα να σωπάσω. Ίσως γι’ αυτό στην αρχή μας έλεγαν “Τρελές Μητέρες”. Φυσικά και ήμασταν τρελαμένες. Τρελές από θλίψη, από την αδυναμία να κάνουμε κάτι. Πήραν το πιο πολύτιμο δώρο για μια μητέρα: Το παιδί της».
Είναι λοιπόν, η γυναίκα, το αδύναμο φύλο;