Η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχθηκε τη λύση της ΔΔΟ, αυτή της αμερικανο-αγγλικής επινόησης sui generis λύση ομοσπονδίας, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη για την έννοια και το περιεχόμενο αυτής της μορφής διακυβέρνησης και χωρίς αντίληψη των αναπόφευκτων συνεπακόλουθων που ενείχε η αποδοχή μιας τέτοιας λύσης. Ήταν η πρώτη απόπειρα για «τετραγωνισμό του κύκλου».
Έκτοτε, η ελληνοκυπριακή ηγεσία έχει συρθεί σε ένα καταστροφικό διάλογο. Οι θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς σταδιακά προσαρμόζονταν στις στρατηγικές επιδιώξεις της Άγκυρας. Έτσι, παρά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, οδηγηθήκαμε, αρχικά, στη συμφωνία της 8/7/2006 μεταξύ Παπαδόπουλου και Ταλάτ η οποία στην πρώτη παράγραφο προβλέπει «δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας». Ακολούθησαν η «κοινή δήλωση» της 23/5/2008 των Χριστόφια και Ταλάτ και, στη συνέχει, η «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014 των Αναστασιάδη και Έρογλου στις οποίες ορίζεται ότι «η λύση θα βασίζεται σε μία δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου». Με την «κοινή δήλωση» της 23/5/2008 και την «κοινή διακήρυξη» της 11/2/2014, αποδεχθήκαμε πλαίσιο συνομιλιών οι οποίες οδηγούν σε μια λύση που θα προβλέπει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη διαδοχή της από ένα θνησιγενές δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα, που θα το ιδρύσουν δύο «συνιστώντα» κράτη, η υποβαθμισμένη σε «ελληνοκυπριακή διοίκηση» Κυπριακή Δημοκρατία και η αναβαθμισμένη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», και που θα καταστήσει, προς το παρόν, την Κύπρο προτεκτοράτο της Τουρκίας.
Και τα ολισθήματα συνεχίστηκαν. Οδηγηθήκαμε στην «άτυπη πενταμερή» της Γενεύης, η οποία κατάληξε με την περιβόητη δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες περί «τετραγωνισμού του κύκλου». Θα το επιχειρήσει στην επόμενη πενταμερή, ώστε, το αίτημα της ελληνοκυπριακής πλευράς για ΔΔΟ –όπως αυτή την αντιλαμβάνεται– και της τουρκικής για λύση δύο κρατών, να συγκεραστεί στην «κυριαρχική ισότητα», που θα αποτελέσει το υπόβαθρο για μια χαλαρή συνομοσπονδία. Σημειώνεται, συναφώς, η βρετανική σκέψη που διατυπώθηκε στη διάρκεια των συζητήσεων, σύμφωνα με την οποία, «μπορούν στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία να χωρέσουν οι ανησυχίες όλων». Για να επαληθεύσουν οι φόβοι, που διατύπωσα σε άρθρο μου για «ευφορία από μια θεαματική τουρκική ‘‘υποχώρηση’’, ώστε η ηγεσία μας να μην έχει άλλη επιλογή παρά να οδηγηθεί, πανηγυρίζουσα, στην υποταγή στις τουρκικές επεκτατικές ορέξεις». (Βλ. άρθρο στον «Φ» υπό τον τίτλο «Γιατί μια λύση Ομοσπονδίας δεν είναι βιώσιμη;», ημερ. 9/10/2016).
Σε σειρά άρθρων μου, προσπάθησα να υποδείξω ότι στην περίπτωση της Κύπρου δεν υφίστανται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει, επιτυχώς, ακόμα και ένα «ορθόδοξο» ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης.
Η βιωσιμότητα ενός οποιουδήποτε ομοσπονδιακού κράτους εξαρτάται, κυρίως και πάνω από όλα, από τη θέληση των μερών, που θα το συγκροτήσουν, να ζήσουν μαζί, με πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, συναντίληψης και συνδιαλλαγής, για προώθηση μερικών κοινών σκοπών. Η προϋπόθεση αυτή, που είναι εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις που το ομοσπονδιακό κράτος αποτελείται μόνο από δύο ομόσπονδα κράτη, δεν υπάρχει στην Κύπρο. Ποιοι είναι αυτοί οι κοινοί σκοποί που επιδιώκονται από τις δύο πλευρές σ’ αυτές τις ατέρμονες συνομιλίες; Αλλά, δεν είναι μόνο το τείχος δυσπιστίας και καχυποψίας που χωρίζει τις δύο κοινότητες που καθιστούν μια τέτοια λύση μη βιώσιμη, αλλά, πρώτιστα, οι κατακτητικοί σχεδιασμοί της Τουρκίας.
Πολύς λόγος γίνεται, τελευταία, για την «πολιτική ισότητα» η οποία έχει μετεξελιχθεί από την τουρκική πλευρά, κατά μερικούς αφελείς πολιτικούς μας, σε «κυριαρχική ισότητα», ενώ, αν μελετούσαν την ιστορία του Κυπριακού, θα γνώριζαν ότι η κυριαρχική ισότητα ήταν, διαχρονικά, ο πυρήνας της αξίωσης της Τουρκίας για λύση δύο κρατών, προσαρμοσμένη και αυτή στα κατακτητικά της σχέδια, με ένα συγκεκαλυμμένο σύστημα εγγυήσεων, ώστε να έχει και το ελληνοκυπριακό κράτος υπό την επικυριαρχία της.
Η ισοτιμία των ομόσπονδων κρατών που συνθέτουν ένα ομοσπονδιακό κράτος είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ομοσπονδιακών κρατών. Κατά πρώτο λόγο, η ισοτιμία συνίσταται στο ότι ένα ομόσπονδο κράτος θα έχει ισότιμη υπόσταση με τα άλλα ομόσπονδα κράτη. Με άλλα λόγια, κάθε ομόσπονδο κράτος θα έχει στην εδαφική περιοχή που διοικεί, ακριβώς την ίδια κρατική εξουσία που έχουν τα άλλα ομόσπονδα κράτη στην εδαφική περιοχή που διοικούν, χωρίς το ένα να μπορεί να μειώσει τις εξουσίες των άλλων. Περαιτέρω, η ισοτιμία των ομόσπονδων κρατών έχει την έννοια και της ισότιμης συμμετοχής τους στα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους. Για την ικανοποίηση της τελευταίας προϋπόθεσης, παρουσιάζεται πρόβλημα, αναφορικά με το βαθμό συμμετοχής των ομόσπονδων κρατών στην ενάσκηση των εξουσιών των ομοσπονδιακών οργάνων, στην περίπτωση που το ομοσπονδιακό κράτος το συνθέτουν μόνο δύο ομόσπονδα κράτη, όπως είναι η περίπτωση της Κύπρου.
Μπορεί στην περίπτωση της Κύπρου η ισοτιμία των δύο ομόσπονδων κρατών να έχει την έννοια της ίσης συμμετοχής τους στα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους; Σύμφωνα με την παράγραφο 5 των Ιδεών Γκάλι οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας (Ψήφισμα 750 του 1992), «παρόλο που πολιτική ισότητα δεν σημαίνει ίση αριθμητική συμμετοχή σε όλους του κλάδους και τη διοίκηση του ομόσπονδης κυβέρνησης, αυτή θα πρέπει να αντανακλάται […] στην αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης …». Ποια θα είναι αυτή η «αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο!
Σε κάθε περίπτωση, η «αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων σε όλα τα όργανα και τις αποφάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης» δεν μπορεί να σημαίνει ανισότητα των ψήφων των πολιτών του ομοσπονδιακού κράτους. Δεν μπορεί η πλειοψηφία των πολιτών, με διάφορα τεχνάσματα, να είναι υποχείριο της μειοψηφίας των πολιτών. Μια τέτοια προσέγγιση είναι εξόφθαλμα ρατσιστική και αντιστρατεύεται τον βασικό κανόνα «ένα άτομο, μια ψήφος» και, οπωσδήποτε, το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», δηλαδή τις ιδέες και αξίες πάνω στις οποίες εδράζεται το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ανήκει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Αλλά, δεν είναι μόνο το ρατσιστικό υπόβαθρο μιας λύσης με βάση την πολιτική ισότητα, όπως την αντιλαμβάνεται η τουρκική πλευρά, που αντιβαίνει προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι και το τεραστίων διαστάσεων, λησμονημένο πια, έγκλημα του εποικισμού το οποίο η Συνθήκη της Γενεύης του 1949, χαρακτηρίζει ως «έγκλημα πολέμου». Με το ίδιο πνεύμα προσέγγισε το θέμα του εποικισμού και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παρά τα πιο πάνω, στις συζητήσεις δεχτήκαμε, επί των ημερών Χριστόφια, να ενταχθεί το θέμα αυτού του εγκλήματος, που διαπράχθηκε σε βάρος ολόκληρου του κυπριακού λαού, ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, στο κεφάλαιο της «μετανάστευσης, ιθαγένειας, αλλοδαπών και ασύλου». Έτσι, το έγκλημα, ουσιαστικά, έχει παραγραφεί.
Παραγραμμένο φαίνεται να είναι και το θέμα της τύχης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το τέλος της ζωής της και η διαδοχή της από ένα κρατικό μόρφωμα, φαίνεται ότι είναι μια από τις «συγκλίσεις», όπως αναφέρω πιο πάνω. Έτσι, η Κυπριακή Δημοκρατία θα παύσει αυτόματα να υπάρχει μετά τα δημοψηφίσματα και, οπωσδήποτε, στη μεταβατική περίοδο, με όσα αυτό συνεπάγεται. Κατά τη μεταβατική περίοδο ή από τη δημιουργία του νέου κράτους και έπειτα, όποια κρίση θα προκύψει και όποια στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας θα ακολουθήσει, θα αντιμετωπιστεί διεθνώς σε εντελώς άλλη βάση. Oι πιθανότητες για δημιουργία τέτοιων κρίσεων θα είναι πάμπολλες. Τις ευκαιρίες θα τις παράσχει η μη λειτουργικότητα της λύσης. Μετά από μια τέτοια κρίση δεν θα υπάρχει καμιά τουρκική εισβολή, καμιά παράνομη κατοχή, καμιά Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας θα πρέπει να αποκατασταθεί η εδαφική ακεραιότητα. Θα υπάρχουν, στην καλύτερη, για μας περίπτωση, δύο κρατίδια, που πιθανό να καταστούν και τα δύο υποκείμενα του Διεθνούς Δικαίου.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Αυτή είναι η τραγική κατάληξη μιας ολέθριας πολιτικής. Και, όμως, η ηγεσία του τόπου συνεχίζει τα μικροπολιτικά της παιγνίδια και την επικοινωνιακή της πολιτική για εσωτερική κατανάλωση, εμπαίζοντας τον λαό και τροφοδοτώντας τον με ψευδαισθήσεις.
Δεν θα κουραστώ, εφόσον εξακολουθώ να αναπνέω, να τονίζω την ανάγκη να απαλλαγεί η ελληνοκυπριακή πλευρά από την ομηρία των ούτω καλουμένων «διακοινοτικών συνομιλιών», με βάση τη ΔΔΟ, που οδηγούν σε εθνική αυτοχειρία, και να επιδιώξει μια νέα πορεία για την εξεύρεση μιας λύσης που θα διασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και εδαφικά κολοβωμένης. Μια τέτοια λύση είναι εφικτή. Τούτο, βέβαια, προϋποθέτει την ύπαρξη ηγεσίας που να έχει την αναγκαία πολιτική διορατικότητα και τις απαιτούμενες γνώσεις του διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος και του συσχετισμού δυνάμεων που υπάρχει, ώστε να μπορεί να προβεί, με τόλμη και χωρίς ταμπού και φοβίες, στους αναγκαίους συμβιβασμούς, που δεν θα καταλήξουν στην υποταγή, αλλά στη σωτηρία. Έχω πλήρη επίγνωση του ότι τα όσα γράφω δεν έχουν απήχηση και δεν ιδρώνουν τα ώτα των ηγετών μας. Δεν έχω αυταπάτες. Όμως, δεν μου διαφεύγει ότι κάποτε, το 400 περίπου π.Χ., κραυγές μερικών χηνών, έσωσαν το Καπιτώλιο από τους Γαλάτες.