Menu Close

Αναρτήσεις

Σκυταλοδρομία με ιδέες από «συνήθεις υπόπτους»

Του Κώστα Βενιζέλου, 18 Μαίου 2021

Μπορεί να λυθεί το Κυπριακό; Αυτό είναι ένα ( ρητορικό) ερώτημα που τίθεται συχνά από τρίτους ενώ ενίοτε αναζητούνται και ευθύνες για τη μη λύση. Το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί επειδή αυτό το αποφάσισε η Τουρκία, που έχει σχέδιο και το εφαρμόζει. Το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί καθώς η ελληνική πλευρά, κάτω από την πίεση της στρατιωτικής ήττας το 1974, σύρθηκε σε ένα διάλογο, που πρόσφερε άλλοθι στην κατοχική δύναμη. Άλλοθι για να εδραιώσει τα κατοχικά δεδομένα, μέσα από το χρόνο και τα τετελεσμένα και βαθμηδόν να διαμορφώσει «μια νέα πραγματικότητα». Έγινε εισβολή και διά της ισχύος υπήρξε κατοχή εδαφών, έγινε εθνικό ξεκαθάρισμα, αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της χώρας από την Τουρκία και οι συζητήσεις διεξάγονταν μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για το συνταγματικό! Αυτό θα πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια ως παράδειγμα αποφυγής. Ως παράδειγμα διαχείρισης, από την οποία απουσιάζει ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός αλλά και το όραμα. 

Το Κυπριακό δεν επιλύθηκε γιατί δεν ασχολήθηκαν από την αρχή με τον πυρήνα του ζητήματος, που ήταν η εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή. Η πρώτη φορά, που τέθηκε το θέμα της κατοχής, η διεθνής πτυχή, ήταν η λεπτομερής πρόταση που κατέθεσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Νίκος Κοτζιάς, για τις εγγυήσεις και τα στρατεύματα. Ήταν τότε που ο πρώην ΥΠΕΞ της Ελλάδος έθεσε την ανάγκη η Κύπρος να καταστεί κανονικό κράτος. Ήταν τότε, που έπεσε το «σύμπαν» σε Αθήνα και Λευκωσία κατά του υπουργού Εξωτερικών, επειδή χάλασε την μόλα. Ήταν εναρμονισμένοι όλοι αυτοί- οι αντιδρούντες- και με την ιδέα συντήρησης των εγγυήσεων και της παραμονής των στρατευμάτων, το οποίο και το εξέφρασαν ψηφίζοντας το σχέδιο Ανάν το 2004. Τι λένε στη δημόσια ρητορική, αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Η λύση του Κυπριακού θα μπορούσε να ήταν εφικτή εάν από την αρχή είχε τεθεί στην πραγματική  του βάση, προταχθεί η διεθνής πτυχή, η διάσταση της εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής.

Η Τουρκία έχει διαχρονικό σχεδιασμό, τον οποίο δεν εγκαταλείπει αλλά συστηματικά και μεθοδευμένα υλοποιεί. Με υπομονή και επιμονή. Σημαντικό να επικαλεστούμε, τον Ιχσάν Σαμπρί Τσαγλαγιαγκίλ, που διετέλεσε Πρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας με έντονη εμπλοκή στο Κυπριακό. Στο βιβλίο του «Οι αναμνήσεις μου» ( σελ. 276, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, κυκλοφόρησε στα τουρκικά το 1993, χρονιά που πέθανε και στα ελληνικά το 2001), κωδικοποιεί τις διαχρονικές τουρκικές επιδιώξεις:

«Αν οι Έλληνες εξακολουθήσουν να επιμένουν στην ασυμβίβαστη συμπεριφορά τους, η ‘’Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’’ θα ωριμάσει και θα εγκαθιδρυθεί. Η διπλή Ένωση θα πραγματοποιηθεί, κατ΄ ανάγκην, εκ των πραγμάτων. Και τότε θα είναι μοιραίο -όπως συνέβηκε και με το παράδειγμα του Χάταϊ ( Αλεξανδρέττα)- οι Τούρκοι του νησιού να προσαρτήσουν τα εδάφη τους στο έδαφος της Τουρκίας. Επομένως, το μέλλον της Κύπρου δεν μπορεί να έχει άλλη λύση εκτός από τη διπλή ένωση ή ένα είδος ομοσπονδιακού κράτους… Καμία πολιτική εξουσία στην Τουρκία δεν θα αποπειραθεί να το λύσει με συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, παραβλέποντας τη θέληση του τουρκικού έθνους, ούτε θα δοκιμάσει να δώσει μία λύση εκ των ενόντων στο πρόβλημα… Η εξουσία που θα το αποτολμήσει έτσι κι αλλιώς είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει».

Αυτά που έγραφε τότε ο Τσαγλαγιαγκίλ ισχύουν και σήμερα. Ίσως περισσότερο σήμερα παρά ποτέ έχουν γίνει βήματα υλοποίησης των σχεδιασμών τους. Το ζητούμενο είναι σε ποιο βαθμό η ελληνική πλευρά έχει μελετήσει την τουρκική πολιτική και το πρώτιστο πώς την αντιμετωπίζει. Κοντολογίς, έχει πλάνο ή όχι;

Κάθε φορά που τελειώνει μια αποτυχημένη προσπάθεια τι γίνεται; Ξεκινά μια συζήτηση στο εσωτερικό για το τι έφταιξε. Συνήθως όλοι τα φορτώνουν στην κατοχική Τουρκία καθώς οι ευθύνες της είναι πρόδηλες. Στη συνέχεια ξεκινούν τα αλληλοκαρφώματα. Σύνηθες φαινόμενο, πιο έντονο προεκλογικά. Διαπιστώνεται, όμως, μια άλλη προσπάθεια. Αυτή, που επιχειρεί να διοχετεύσει προς το εσωτερικό μια μερίδα πολιτικών, αναλυτών και όχι μόνο, για την ανάγκη προσαρμογής σε τουρκικές ιδέες, οι οποίες μπορούν να πρωτοεμφανιστούν ως βρετανικές και στο τέλος να φέρουν το όνομα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς και λειτουργεί -το λιγότερο- υπονομευτικά.

Posted in Politics, Από Φιλελεύθερο, Απόψεις

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *