Της Τώνιας Σταυρινού, 27 Μαρτίου 2021
Ένας άντρας καταφέρνει με ψεύτικο προφίλ να παγιδεύσει ευάλωτες γυναίκες σε ερωτική σχέση μαζί του. Είναι όλες αλλοδαπές, οι περισσότερες οικιακές εργαζόμενες, αόρατες στα ραντάρ της κοινωνίας και της πολιτείας. Αφού διασκεδάζει για λίγο μαζί τους, τις στραγγαλίζει, κλείνει τα πτώματά τους σε βαλίτσες και τις ξεφορτώνεται σε λίμνες και πηγάδια. Μέσα σε δυόμισι χρόνια σκοτώνει πέντε γυναίκες και δύο παιδιά.
Όταν τον συλλαμβάνουν και ομολογεί τα εγκλήματα αποδεικνύεται ότι δεν υπήρξε καθόλου προσεκτικός. Είχε αφήσει παντού ίχνη και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Αστυνομία απέτυχε να συλλέξει. Όχι από ανικανότητα αλλά από καθαρή έλλειψη ενδιαφέροντος. Το σπίτι της Λίβια Φλορεντίνα και της κόρης της που εξαφανίστηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου του 2016 ήταν άνω κάτω. Τα διαβατήρια τους ήταν εκεί όπως και τα φάρμακα του παιδιού. Δεν θα έφευγαν ποτέ χωρίς αυτά.
Η συγκάτοικος της Μαίρη Ρόουζ, που δολοφονήθηκε μαζί με την εξάχρονη κόρη της, λέει στους αστυνομικούς ότι πήγε να συναντήσει κάποιον «Ορέστη» που γνώρισε στη Λευκωσία και από τότε δεν επέστρεψε. Ο εργοδότης της μητέρας της Μαρικάρ πήγε τρεις φορές για κατάθεση στην Αστυνομία εξηγώντας ότι ανησυχούσε για αυτήν. Μητέρες, φίλες, αδερφές, συγκάτοικοι, εργοδότες, γείτονες απευθύνθηκαν ξανά και ξανά στους αστυνομικούς. Όλες οι πληροφορίες έπεφταν στο κενό.
Αυτό που καταγράφεται είναι μία αστυνομική κουλτούρα που υποβίβασε τις εξαφανίσεις λόγω της ταυτότητας των θυμάτων. Μία κουλτούρα βαθύτατα ρατσιστική και σεξιστική η οποία διαχωρίζει άτυπα τους ανθρώπους σε αυτούς που αξίζει να ασχοληθείς και αυτούς που είναι άδικος χρόνος. Η πρακτική ήταν να αποδίδεται η εξαφάνιση των οικιακών εργαζομένων ως «μετακίνηση σε άλλον εργοδότη» ή «μετάβασή τους στα κατεχόμενα». Κάποια από τα θύματα δεν καταχωρήθηκαν ποτέ στη λίστα με τα ελλείποντα πρόσωπα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε τρεις από τους φακέλους που διαβιβάστηκαν στη Γενική Εισαγγελία που αφορούσαν τα πρώτα τρία θύματα, η Αστυνομία εισηγείτο όπως η υπόθεση αρχειοθετηθεί αφού χαρακτηριζόταν ως «μη αστυνομικής φύσης». Και αυτό χωρίς να γίνει στοιχειώδης διερεύνηση. Ήταν μια απόφαση βασισμένη στην αντίληψη ότι «έτσι εξαφανίζονται αυτές».
Δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη των φρικιαστικών εγκλημάτων, οι 15 αστυνομικοί που σύμφωνα με τις έρευνες δεν άσκησαν στοιχειωδώς τα καθήκοντά τους, απαλλάσσονται από ποινικές ευθύνες. Δεν έφταιγαν αυτοί, είναι το τελικό συμπέρασμα του πορίσματος. Έφταιγαν το «κενά στις διαδικασίες και έλλειψη πρωτοκόλλων σε σχέση με υποθέσεις εξαφανισθέντων». Ποιων πρωτοκόλλων, αλήθεια; Μιλάμε για στοιχειώδη έρευνα. Γιατί χρειάζεται ειδική διαδικασία για να σηκωθείς από την καρέκλα και να ψάξεις τι απέγινε ένας άνθρωπος που σου λένε -κλαίγοντας- οι συγγενείς ότι δεν πήγε δουλειά και δεν απαντά στο τηλέφωνο;
Το να δικαστούν αστυνομικοί δεν θα έφερνε πίσω τις νεκρές, αλλά θα αποτελούσε ένα ξεκάθαρο μήνυμα ενάντια στις νοοτροπίες για την ύπαρξη ανθρώπων δύο ταχυτήτων. Αυτών που μετρούν και εκείνων που δεν έχουν και τόση αξία ώστε να αφήσεις το φραπέ σου. Αν’ αυτού, το μήνυμα που δόθηκε σήμερα είναι ότι το σύστημα χτυπάει φιλικά στην πλάτη τους αστυνομικούς του, που έδρασαν βάσει στερεοτύπων και τους παρέχει προστασία. Όπως εκείνοι σκέφτηκαν «δεν θα αφήσω το φραπέ μου για μια Φιλιππινέζα» έρχεται σήμερα και τους λέει «δεν θα φάμε δεκαπέντε δικούς μας για εφτά ξένες».