Του Χρήστου Ιακώβου, 24 Ιανουαρίου 2021
Ο γνωστός δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, ο οποίος μάχεται κατά της τουρκικής κατοχής, προσήχθη σε ψευδοδικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 2020, προκειμένου να παραδοθεί στην Τουρκία. Ο Ερντογάν, ενοχλημένος από τρία άρθρα που έγραψε με τόλμη ο Σενέρ, απαιτεί να τον δικάσει στην Τουρκία. Ο Σενέρ Λεβέντ με τη γραφίδα του έχει καταστεί σύμβολο του αντικατοχικού μας αγώνα, τον οποίο πολλοί εγκατέλειψαν στο βωμό ενός “εντίμου” συμβιβασμού με τα δεδομένα της κατοχής. Ακόμη και μετά την πρόσφατη δίωξή του, ο ίδιος επιμένει «Σε κατεχόμενη χώρα δεν μιλάς για κατοχή … Η Κύπρος για εμάς έμεινε μόνο στον Νότο, ο Βορράς έγινε Τουρκία. Μια τουρκική επαρχία.»
Οι έννοιες της κοινής γνώμης και της πολιτικής κουλτούρας είναι άμεσα συνυφασμένες, παρόλο που στην πολιτική επιστήμη μπορεί κάποιος να βρει μία ευρεία γκάμα ορισμών σχετικά με αμφότερες τις έννοιες. Αν δεχθούμε ότι πολιτική κουλτούρα είναι οι τρόποι με τους οποίους οι πολίτες εκλαμβάνουν και θεσπίζουν τις σχέσεις τους με την πολιτική ζωή σε συνάρτηση με τον ιστορικό χρόνο και χώρο, καθώς επίσης, και αν δεχθούμε ότι κοινή γνώμη είναι η εκπεφρασμένη άποψη των πολιτών επί των κυρίαρχων θεμάτων του δημοσίου βίου, τότε αναπόδραστα η μεν επηρεάζει τη δε και τανάπαλιν. Αυτό συμβαίνει διότι το ποια θέματα προσελκύουν το δημόσιο ενδιαφέρον σε τρέχοντα χρόνο είναι εξηρτημένο από την ευρύτερη πολιτική παράδοση και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δημόσια σφαίρα.
Το ζήτημα που αναδεικνύεται από τον τρόπο που η Τουρκία χειρίζεται το θέμα Σενέρ Λεβέντ χαρακτηρίζει το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο η Άγκυρα αντιλαμβάνεται έννοιες που στην ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Συνεπώς εδώ εγείρεται το ερώτημα: Ποια η ερμηνεία και η αξία της ελευθερίας και κατ’ επέκταση της ελευθερίας λόγου στα κατεχόμενα;
Διερωτώμαι ταυτοχρόνως πού είναι εκείνοι οι διανοούμενοι και οι άνθρωποι του πνευματικού χώρου των Τουρκοκυπρίων αλλά και των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι, υποτίθεται, είναι πάντοτε πρωταρχικοί κήρυκες αξιών και υπερασπιστές όλων εκείνων των εννοιών και παραστάσεων που δικαιολογούν και εξωτερικεύουν τον αξιακό τους κώδικα. Ή μήπως η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφορά μόνο όταν πρόκειται να παρουσιάσουν Τουρκοκυπρίους νεκρούς της περιόδου 1964 – 1974; Επιπλέον, όταν μία κοινωνία αποδέχεται και ανέχεται να διώκεται ένας άνθρωπος που τόλμησε να μιλήσει για το αυτονόητο, δηλαδή για την κατοχή, τότε τίθενται αμείλικτα ερωτήματα για το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η δημόσιά της σφαίρα. Ο τρόπος με τον οποίο μία κοινωνία αντιλαμβάνεται και αντιδρά στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ιδιαίτερα προσδιοριστικός της πολιτικής της κουλτούρας.
Οι συνεχείς διώξεις του Σενέρ Λεβέντ δεν είναι ανεξάρτητες από την εξέλιξη της δημοσίας ζωής των Τουρκοκυπρίων κατά τον 20ο αιώνα. Η εξέλιξη υπήρξε συνυφασμένη με τις διαδικασίες του εκσυγχρονισμού και της εθνικής ομογενοποίησης της Τουρκίας. Με τους κεμαλικούς ο εκσυγχρονισμός ξεκινά από την αρχή ότι ο πολίτης είναι ανώριμος και υποανάπτυκτος και αποστολή του τουρκικού κράτους είναι να τον κατηχήσει στις αρχές του εκσυγχρονισμού και της δυτικοποίησης. Έτσι, ο πολίτης λαμβάνει τον ρόλο του στρατευμένου στην ιερότητα της εθνικής ιδεολογίας, μέσω του οποίου η πειθαρχία στην απόλυτη ισχύ του έθνους είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία. Αυτή την αποστολή ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους ανέλαβε από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η ΤΜΤ. Αντίθετα, στη δυτική Ευρώπη, η σύγχρονη κοινωνία ακολούθησε διαφορετική ιστορική εμπειρία. Η σύγχρονη δυτική Δημοκρατία οικοδομήθηκε από κάτω προς τα πάνω και στηρίχθηκε στην αρχή ότι ο πολίτης έχει εξέλθει της ανωριμότητας και της υπανάπτυξης και μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα ως άτομο. Η επίκληση του δυτικού πολιτισμού από την τουρκική και αργότερα από την τουρκοκυπριακή πολιτική ελίτ δεν σημαίνει ταυτόχρονα και αποδοχή του.
Το χαρακτηριστικό αυτής της αλλαγής είναι ότι επιβλήθηκε με τρόπο αυταρχικό από μία ελίτ, την οποία έλεγχε η Άγκυρα και η οποία μπόρεσε να μονοπωλήσει τον έλεγχο των βασικών τομέων συλλογικής δράσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η επιβολή έγινε από τα πάνω προς τα κάτω και χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει της τουρκική εθνική ιδεολογία καθώς επίσης και την ΤΜΤ ως τον μόνο φορέα και θεματοφύλακα των αρχών του τουρκισμού στην Κύπρο. Στην ουσία, αυτή η ελίτ ουδέποτε υιοθέτησε τις δυτικές αξίες ως πολιτική πρακτική και η έννοια του δυτικού πολιτισμού παρέμεινε γι’ αυτήν μία αφηρημένη έννοια.
Στη Δύση, «δικαίωμα» δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια διανοουμένων ή που ευδοκιμεί στα χείλη προπαγανδιστών. Θεωρητικά, στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Τόσο στην Τουρκία όσο και στο υποτελές της μόρφωμα στην κατεχομένη Κύπρο δεν απαιτείται απλώς επιβάλλεται άνωθεν και είναι κομμένο και ραμμένο σ’ έναν ιδεατό εθνικό τύπο σύμφωνα με την ιδεολογία του τουρκισμού, όπως την ορίζουν τα καθεστώτα της Άγκυρας, είτε κεμαλικά είτε ισλαμικά. Γι’ αυτό και η απώλεια ανθρώπινης ζωής και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στο πλαίσιο προάσπισης του τουρκικού ιδεατού τύπου γίνεται για την τουρκική πολιτική κουλτούρα ποίηση ανδρισμού και εθνικής υπερηφάνειας. Τέλος, διερωτώμαι αν η αρθρογραφία του Σενέρ Λεβέντ ελάμβανε χώρα σε ένα ευρωπαϊκό κράτος, ποιος Ευρωπαίος πολιτικός ή δικαστής θα έπαιρνε στα σοβαρά τον Ερντογάν, αν ζητούσε την έκδοσή του στην Τουρκία;