Του Χρήστου Αρβανίτη, στις 28 Φεβρουαρίου 2021
Μετά τις αυξανόμενες καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, ορισμένοι σκέφτονται μήπως κάποιες είναι ψευδείς και εκδικητικές. Υπάρχει όμως ένα τεράστιο προσωπικό κόστος για το άτομο που τολμά να καταγγείλει κάτι τέτοιο. Θυμηθείτε π.χ. τη Μόνικα Λεβίνσκι, ακούσια πρωταγωνίστρια στο διαβόητο σκάνδαλο με τον Κλίντον την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, η οποία διασύρθηκε ανελέητα από τους ανακριτές, το FBI, το κόμμα και τους υποστηρικτές του Προέδρου, ακόμα και τον Τύπο. Απειλήθηκε με δίωξη, η οικογένειά της υπέφερε, δεν μπορούσε να βρει δουλειά για χρόνια – και όλα αυτά παρά το ότι η συμμετοχή της στην «ανάρμοστη σχέση» ήταν εκούσια. Αλλά δεν ήταν το ίδιο η σεξουαλική επίθεση στην Πόλα Τζόουνς ή ο βιασμός της Χουανίτα Μπρόντερικ από τον Κλίντον, όταν ήταν Εισαγγελέας του Άρκανσο και υποψήφιος Κυβερνήτης της Πολιτείας. Κι όμως, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά, πλην όμως ισχυρός άνδρας δεν είχε καμιά ουσιαστική επίπτωση εκτός από ένα πρόστιμο για ψευδορκία, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια που κατέβαλε σε δύο εξωδικαστικούς συμβιβασμούς.
Μπορεί σήμερα να είναι μια διαφορετική εποχή, και είναι όντως χάρη σε κάποιους θαρραλέους ανθρώπους που τολμούν, γυναίκες και άντρες. Παρόλα αυτά, το προσωπικό κόστος υπάρχει πάντα – οι δηλώσεις του Κούγια, εκείνου του χυδαίου ανθρώπου που ανέλαβε την υπεράσπιση του Λιγνάδη, είναι ένα μικρό δείγμα: Μίλησε για «ανθρώπους χωρίς καμιά ηθική αναστολή», «χοντροκομμένα ψέματα από αναξιόπιστες προσωπικότητες», για «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους» (όχι, δεν αναφερόταν στον πελάτη του), και ακόμα είμαστε στην αρχή. Υπάρχουν όμως άπειρες καθημερινές περιπτώσεις όπου ο προϊστάμενος, ο σύζυγος, ο καθηγητής, ο ιερωμένος, ο πολιτικός, ο αστυνομικός, οποιοσδήποτε διαθέτει κάποια εξουσία, ασκεί βία (λεκτική, ψυχολογική, ακόμα και σωματική) σε πιο αδύναμα άτομα λόγω θέσης, ηλικίας, φύλου κ.λπ. Δεν γίνεται να τρέχουν όλοι στην Αστυνομία και τα δικαστήρια κάθε λίγο, άλλωστε πολλοί –ακόμα και τα θύματα– θεωρούν (λόγω παιδείας;) κάτι τέτοιο ως φυσιολογική άσκηση εξουσίας.
Αυτό που μας λείπει είναι ένας διαφορετικός μηχανισμός με εξειδικευμένους ανθρώπους, προσιτός και φιλικός προς τα θύματα βίας. Διότι περί αυτού πρόκειται: Είναι κακοποίηση όπως κι αν την πούμε – σεξουαλική, έμφυλη, σωματική, ενδοοικογενειακή κ.ά. Δεν έχει σημασία αν συμβαίνει στο θέατρο ή στην πολιτική, στην Εκκλησία ή στον αθλητισμό, στην οικογένεια ή στους μετανάστες, στην εργασία ή στο σχολείο. Η βία είναι πάντα βία, όποια μορφή κι αν έχει. Όλοι μας, αν το αναλογιστείτε, την έχουμε υποστεί κάποτε –ή την υφιστάμεθα και την υπομένουμε ακόμα επειδή δεν θέλουμε περιπέτειες– ενώ ενίοτε γινόμαστε και οι ίδιοι θύτες, εκούσια ή ακούσια. Αυτό ακριβώς το γεγονός, το οποίο είναι μια καθημερινή πραγματικότητα, πρέπει να μας προσανατολίσει προς μια πιο αποτελεσματική λύση. Δεν είναι μόνο δουλειά της Αστυνομίας, των ανακριτών ή των δικαστηρίων – δεν κάνεις λεπτή εγχείρηση με τσεκούρι. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να θεσμοθετηθεί ένα είδος κοινωνικής υπηρεσίας, όπως κι αν την πούμε, ως ένα δεσμευτικό στάδιο πριν τη μήνυση και τους ανακριτές, ενώ το θύμα να μη χρειάζεται να εμφανιστεί στο δικαστήριο αν φτάσει εκεί το θέμα, αλλά να εκπροσωπείται από ανθρώπους της υπηρεσίας αυτής.
chrarv@phileleftheros.com
Φιλελεύθερα, 28.2.2021.