Menu Close

Αναρτήσεις

Το πραξικόπημα και οι προεκτάσεις του

Νίκος Χρ. Χαραλάμπους*

«Είκοσι χρόνια περιμέναμε αυτήν την ευκαιρία. Και μας την προσφέρατε με το πραξικόπημα πάνω σε ασημένιο δίσκο». Έτσι σκιαγράφησε ένας Τούρκος διπλωμάτης στον Δημήτρη Μπίτσιο την ευκαιρία που έδωσαν στην Τουρκία οι κατάπτυστοι προδότες, που διενήργησαν το πραξικόπημα στις 15/7/1974. (Δημήτρης Μπίτσιος, «Φύλλα Ημερολογίου», Εκδόσεις Κολλάρος 1978, σελ. 49). Είναι μια φράση λιτή, αλλά λίαν περιεκτική, που αναδεικνύει την όλη τραγική διάσταση του ειδεχθούς εγκλήματος, που διαπράχθηκε από τη χούντα των Αθηνών, σε συνέργεια με τα εδώ ανδρείκελά της.
Από τα μέχρι τώρα αποκαλυφθέντα στοιχεία, φαίνεται ότι το σατανικό σχέδιο των πραξικοπηματιών ήταν η κήρυξη της ένωσης, που θα κατέληγε σε διπλή ένωση μετά από τούρκικη εισβολή. Ήταν, με άλλα λόγια, η υλοποίηση εκείνου του τερατώδους σχεδίου που ετοίμασε το 1964 ο τότε Έλληνας Υπουργός Εθνικής Αμύνης Πέτρος Γαρουφαλλιάς για πραξικοπηματική κήρυξη της ένωσης η οποία θα κατέληγε σε διχοτόμηση μετά από τούρκικη στρατιωτική επέμβαση. Γι’ αυτό και δεν αντέδρασαν όταν άρχισε η εισβολή των Τούρκων τις πρωινές ώρες στις 20/7/1974, παρά το ότι είχαν πλήρη γνώση των κινήσεων των Τούρκικων στρατευμάτων. Τούτο, προκύπτει από τα όσα, αρκετά αποκαλυπτικά, κατάθεσε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων ο Αλέξανδρος Σημαιοφορίδης, ο οποίος υπηρετούσε την εποχή εκείνη ως επικεφαλής του κλιμακίου της Ελληνικής ΚΥΠ στην Κερύνεια: «Η 39η Μεραρχία της Τουρκίας είχε από την εποχή της συγκρότησής της στόχο την Κύπρο […] Παρακολουθούσαμε επί 5 χρόνια τις κινήσεις της Μεραρχίας και ξέρουμε πολλές λεπτομέρειες […] Τον Ιούλιο, όχι μόνο η Μεραρχία, αλλά και όλη η στρατιά είχε τεθεί σε επιφυλακή. Για όλα αυτά συντάσσονταν δελτία που μεταβιβάζονταν τηλετυπικά και αυθημερόν στην προϊστάμενη υπηρεσία η οποία τα έστελλε στο ΓΕΕΦ, την ΕΛΔΥΚ, την Ελληνική Πρεσβεία, τον Αρχηγό της ΚΥΠ στην Αθήνα και στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων».
Όμως, δεν υπήρξε ουσιαστική άμυνα από μέρους της Εθνικής Φρουράς. Εκείνο το οποίο υπήρξε ήταν η σφαγή πολλών εκατοντάδων Ελληνοκύπριων, κυρίως νέων, είτε εν ψυχρώ είτε μετά από άνιση μάχη. Συνεργοί στη σφαγή αυτή, υπήρξαν οι επαίσχυντοι προδότες που διενήργησαν το πραξικόπημα, αυτό το απροσμέτρητων προεκτάσεων έγκλημα σε βάρος της Κύπρου και του Ελληνισμού.
Μπορεί οι πραξικοπηματίες να επεδίωκαν τη διπλή ένωση. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια, τα οποία είχαν καταστρώσει από το 1956.
Όταν η Ελλάδα άρχισε να προβάλλει το Κυπριακό, ως θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και ως μια ελληνο-αγγλική διαφορά και έφερε το θέμα στον ΟΗΕ, ως θέμα αυτοδιάθεσης, η Τουρκία αποφάσισε να πάρει δημόσια θέση στο Κυπριακό. Το 1954 ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Mehmed Fuat Koprulu είχε δηλώσει, πως η Κύπρος πρέπει να «επανέλθει» στην Τουρκία, γιατί αποτελεί «γεωγραφική επέκταση» της.
Το 1956, η τουρκική κυβέρνηση, υπό τον Αντνάν Μεντερές, ανέθεσε στον Καθηγητή Νιχάτ Ερίμ να μελετήσει τη μεθόδευση της στρατηγικής που θα ακολουθείτο για επίτευξη του πιο πάνω στόχου. Ο Νιχάτ Ερίμ παρέδωσε στα τέλη του 1956 δύο εκθέσεις στον πρωθυπουργό Μεντερές. Ο Ερίμ στις δυο εκθέσεις του, που υπέβαλε στην τουρκική κυβέρνηση, αναφέρεται στη Συνθήκη της Λωζάννης και παρατηρεί ότι η αυτή εγκαθιστούσε πολιτική και στρατηγική ισορροπία στην περιοχή, ότι πιθανή απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα θα προκαλούσε διασάλευση αυτής της ισορροπίας και ότι, όπως ανέπτυξε ο Τούρκος πρωθυπουργός στο Βρετανό πρέσβη, μπροστά σε μια τέτοια εξέλιξη, «θα πρέπει να λάβουν χώρα διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα προς συζήτηση όλων των θεμάτων, που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις […] τα θέματα της Δυτικής Θράκης, του Πατριαρχείου, των Ελλήνων της Πόλης και ορισμένων νήσων του Αιγαίου. Αυτό, κρίνεται πολύ εποικοδομητικό. Το καλύτερο όπλο μας απέναντι των Ελλήνων είναι αυτά τα θέματα».
Ο Ερίμ εισηγείται όπως, με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης, προωθηθεί η διχοτόμηση, γιατί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης πρέπει να παραχωρηθεί και στους Έλληνες και στους Τούρκους της Κύπρου. Υποστηρίζει ότι η πλειονότητα και η μειονότητα στην Κύπρο αποτελούν δυο ξεχωριστές ολότητες, που δεν μπορούν να κληθούν σε κοινό δημοψήφισμα για το μέλλον της Κύπρου. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα τεθεί αναγκαστικά κάτω από την κυριαρχία ενός κράτους η μια μειονότητα, η οποία αποτελεί πλήρως μια ξεχωριστή ολότητα […] Ο Βενιζέλος στη Διάσκεψη της Λωζάνης είχε απορρίψει την πρόταση της Τουρκίας περί διενέργειας δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, με το πρόσχημα ότι η εν λόγω περιοχή δεν είναι ομογενής αλλά ετερογενής, δηλαδή ο πληθυσμός της είναι μικτός. Η Κύπρος από της απόψεως αυτής μοιάζει με τη Δυτική Θράκη».
Για την ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Έλληνες της νήσου θα πρέπει να έχει λόγο και η Τουρκία, γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλειά της καθώς και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ.
Περαιτέρω, θεωρεί ότι η ελληνική πλειοψηφία είναι περιστασιακή και ότι υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες οι Τούρκοι αποτελούσαν πλειοψηφία στην Κύπρο. Προς τούτο, θα πρέπει να επιδιωχθεί η εγκατάσταση Τούρκων στην Κύπρο, ώστε το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο μπορεί να διεξαχθεί ένα καθολικό δημοψήφισμα για τον καθορισμό του μέλλοντος του συνόλου της νήσου.
Μετά την περίφημη δήλωση του Λέννοξ Μπόιντ, στις 19/12/1956 στη Βουλή των Κοινοτήτων, για διχοτόμηση της Κύπρου, ως μια από τις πιθανές λύσεις του Κυπριακού, η Άγκυρα άρχισε να προβάλει, σαν πολιτική επιδίωξη, τη διχοτόμηση.
Με την εισβολή, τον Ιούλιο του 1974, έγινε ένα σημαντικό άλμα για υλοποίηση των κατακτητικών σχεδιασμών της Τουρκίας. Η Τουρκία, μετά την εισβολή, για να πραγματοποιήσει τους επεκτατικούς της σχεδιασμούς, δεν αρκέστηκε στο βίαιο εδαφικό διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων, αλλά διέπραξε ένα αποτρόπαιο έγκλημα πολέμου, τον εποικισμό των κατεχομένων. Η Τουρκία, με τον εποικισμό, απέβλεψε και πέτυχε να πλήξει καίρια τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι έπαψαν να υφίστανται ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη κοινότητα.
Με την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ»), στις 15/11/1983, άρχισε από τουρκικής πλευράς μια έντονη προσπάθεια εδραίωσης της διχοτόμησης πάνω σε οργανωμένη και προγραμματισμένη βάση, με σχέδια όπως τα καθόριζε το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών. Για την Τουρκία, η διπλή ένωση ήταν εκτός από κάθε συζήτηση. Λύσεις που θεωρούνταν, από ελληνικής πλευράς, το 1964, επάρατες, όπως η διπλή ένωση, μετά την τουρκική εισβολή δεν ήταν επιθυμητές από την Τουρκία.
Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στα κατεχόμενα, τρεις σχεδόν μήνες μετά την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ», δήλωνε: «Εάν η Κύπρος μοιραστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αν γίνει οποιαδήποτε ενέργεια που θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο, θα φέρουμε με τα ίδια μας τα χέρια την Ελλάδα στα νότιά μας […] Θα καθιστούσαμε, με τα ίδια μας τα χέρια, την Ελλάδα μια μεσανατολική χώρα …».
Εδραίωση και κατοχύρωση τετελεσμένων της εισβολής
Είναι αρκετά διαφωτιστικό ένα έγγραφο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ημερομηνίας 20/11/984, που παραθέτει σε βιβλίο του ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου. (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος, η Διχοτόμηση, μια πορεία χωρίς επιστροφή, σελίδες 181 – 182).
Το έγγραφο συνοψίζει τις εκτιμήσεις του τουρκικού υπουργείου των εξωτερικών για την εξέλιξη της κατάστασης και για τις επιπτώσεις από την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» και εκθέτει την πολιτική γραμμή που θα ακολουθηθεί. Ως στόχοι, προκαθορίζονταν η μέσω διαπραγματεύσεων με την ελληνική πλευρά επιβεβαίωση, η εδραίωση και η κατοχύρωση της κατάστασης, που δημιούργησε η με τη χρήση των όπλων τουρκική στρατιωτική επέμβαση και κατοχή και η δημιουργία καθεστώτος, στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι θα υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν, μαζί με τους Τουρκοκύπριους, στις ρυθμίσεις των εξωτερικών υποθέσεων και σε διακυβέρνηση του κράτους. Σ’ αυτό το κράτος οι Τουρκοκύπριοι θα είχαν, υπό τον απόλυτο έλεγχό τους, εδαφική περιοχή, που δεν θα ήταν μικρότερη από 30% του συνολικού κυπριακού εδάφους. Στην περιοχή αυτή οι Ελληνοκύπριοι δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα ή αρμοδιότητα. Το τουρκικό υπουργείο των Εξωτερικών εκτιμούσε ότι μερικές επιπτώσεις της ανακήρυξης της «ΤΔΒΚ» «δεν ξεπέρασαν τις προβλέψεις» του και απέδιδε το «σχετικά ευνοϊκό» αυτό αποτέλεσμα και στο ότι «δεν υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Τουρκίας για το πρόβλημα αυτό».
Δυστυχώς, η τουρκική εισβολή και κατοχή δημιούργησαν ασφυκτικά δεδομένα και αδυσώπητες πραγματικότητες, που δεν μπορούν να ανατραπούν πλήρως. Οπωσδήποτε, δεν μπορούν να ανατραπούν με πατριωτικούς πομφόλυγες και εύηχα δημαγωγικά συνθήματα.

Όμως, για τη φυσική και εθνική μας επιβίωση, υπάρχει, ασπίδα σωτηρίας: η Κυπριακή Δημοκρατία. Η Τουρκία μπορεί, με την εισβολή του 1974, να κατέλαβε το 36,4% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και να διχοτόμησε de facto την Κύπρο, όμως, δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους της. Η εισβολή και τα όσα επακολούθησαν, δεν κατέλυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία και ούτε επηρέασαν τη διεθνή της υπόσταση. Περαιτέρω, στα σχέδια της Τουρκίας, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο εμπόδιο όταν η Κυπριακή Δημοκρατίας, με ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, είχε γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ εμάς εναπόκειται να μην συνεργήσουμε, με την υπογραφή μας, στην κατάλυσή της.

*Πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, πρώην Επίτροπος Διοικήσεως.
Posted in Politics, Από Φιλελεύθερο

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *