Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
H λυπηρή υπόθεση της διαμάχης για το πού θα ταφεί ο Μίκης Θεοδωράκης κατέδειξε την τραγική μοναξιά του ανδρός. Λύθηκε τελικά με την μόνη ενδεδειγμένη λύση, τον σεβασμό δηλαδή της θέλησης του ανθρώπου.
Δυστυχώς, η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται συχνά από μεγάλη βαρβαρότητα και σαδισμό ακόμα απέναντι στον άρρωστο, στον ανάπηρο, στον ανήμπορο, στον ηλικιωμένο, εν τέλει και στον πεθαμένο, που συχνά μεταμφιέζονται μάλιστα σε υποτιθέμενη αγάπη και ενδιαφέρον. Μια ιδιαίτερα επώδυνη μορφή καταπίεσης είναι να σου επιβάλλουν, όταν δεν έχεις άλλη επιλογή και δυνατότητα να αντιδράσεις, τη ξένη βούληση και την “ιερή”, εν Ελλάδι και όχι μόνο, αρχή της ιδιοκτησίας των άλλων ανθρώπων, περιλαμβανομένων των ανθρώπων που αγαπάμε.
Η επιθυμία του Μίκη να ταφεί στο χωριό του στην Κρήτη δεν είναι αυθαίρετη. Πρέπει νομίζω να την καταλάβουμε ως μία πράξη αυτοσυνείδησης και σεβασμού στις ρίζες του, αναγνώρισης του χρέους του σε όσους όργωσαν το χώμα που εκείνος θα γονιμοποιούσε, πολύ πριν ο ίδιος έρθει στον κόσμο. Προς την παράδοση της Κρήτης, των ηθών και της ψυχολογίας της και ειδικά μάλιστα των Χανίων, που υπήρξε η κρητική πρωτεύουσα “των αρμάτων” (σε αντιπαράθεση προς το Ρέθυμνο, την πρωτεύουσα των γραμμάτων και το Ηράκλειο, των παράδων). Και ιδίως των ασταμάτητων επαναστάσεών της και των τραγουδιών τους, των περίφημων ριζίτικων, που υπήρξαν η πρώτη τεράστια επιρροή στον παιδικό ακόμα ψυχισμό του συνθέτη και μια από τις θεμελιώδεις πηγές της έμπνευσης για το κατοπινότερο έργο του.
Σε αυτά πρωτοστηρίχτηκε για ένα έργο που κατάφερε εν τέλει να συμπυκνώσει αγώνες και καημούς γενεών και γενεών Ελλήνων, των πατεράδων και των μανάδων μας, των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Συνοψίζοντας εν τέλει την ψυχή και την ουσία της Ελλάδας, όπως οι απλοί άνθρωποι, σε πείσμα συνήθως αυτών που τους κυβερνάνε, τη μεταφέρουν στους απογόνους τους, τη ξαναεπιβεβαιώνουν και τη ξαναδιαμορφώνουν, ξανά και ξανά, από τα βάθη των χρόνων. Ακόμα και τώρα που μοιάζει να μην έχει αφήσει τίποτα όρθιο η αποσύνθεση του πολιτισμού του χρήματος, μια αποσύνθεση που δεν κινδυνεύει να πάρει μαζί της μόνο τον πολιτισμό, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους.
Από τη γενιά του Μίκη προήλθε το ίδιο το θρυλικό τραγούδι της Κρητικής Επανάστασης, “Πότε θα κάνει ξαστεριά”. Στον ίδιο τον συνθέτη θα συγχωνευθούνε η ατομική, αναρχική επανάσταση του Ζορμπά με τη συλλογική εξέγερση και τον επαναστατικό πόλεμο. Τελικά, το κρητικό στοιχείο θα ενταχθεί στον κεντρικό κορμό της ελληνικής εθνικής επαναστατικής ιδέας και το “Πότε θα κάνει ξαστεριά” θα συνοδεύει όλες τις δημοκρατικές και εθνικές εξεγέρσεις του ελληνικού λαού:
“Πότε να κάμει ξαστεριά, πότε να φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου
και ν’ ανεβώ ’ς τον Ομαλό ’ς τη στράτα τω Μουσούρω,
να στέσω το καλύβι μου ’ς τον καθαρόν αέρα,
και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια σπεράδα,
να βρω δικούς κι αδερφοχτούς, ψωμί κρασί να φέρουν,
κι’ α λάχι οχθρός να παίξωμε, σημάδι με σημάδι,
να κάμω μάναις δίχως γυιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
κι’ ας κάμω και την αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.”
Ο πόλεμος και ο πολιτισμός ήταν οι δύο διαρκώς αλληλεπιδρώσες συνιστώσες ενός νησιού που υπήρξε η πατρίδα ενός από τους αρχαιότερους και λαμπρότερους πολιτισμούς της Μεσογείου, “πρώτος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας” κατά τον Έβανς, και που γέννησε τον El Greco, τον Κορνάρο, τον Ελύτη, τον Ζορμπά, Καπετάν Μιχάλη, αλλά υπήρξε διαρκώς το θέατρο δεκάδων αιματηρών εξεγέρσεων.
Κρίκος σε αυτή την αλυσίδα ήταν και ο Μίκης. Καλύτερα από μένα τα λέει όμως ο ίδιος σε μια συνέντευξή του:
“Η οικογένειά μου και το ταλέντο μου με εφοδίασαν με δύο ‘όπλα’, τη Μουσική και τον Μύθο της πατρίδας, που κατάφεραν να με συμφιλιώσουν με τη ζωή και κάποτε με τους ανθρώπους. Από τη γενιά του πατέρα μου -τόσο της γιαγιάς μου όσο και του παππού μου- έμαθα από παιδί ιστορίες απίστευτες. Οι μισές μιλούσαν για μουσική και οι άλλες μισές για μάχες και για αίμα. Και έτσι έγινα αυτός που έγινα. Ποιος Κρητικός δεν ξέρει τον Θοδωρομανώλη τον ξακουστό λυράρη; Ή τους Χάληδες τους πολέμαρχους, που ο πιο μικρός, ο Στέφανος πολεμούσε και τραγουδούσε εκείνο το τραγούδι του που θα τον έκανε αθάνατο και που λέει «Πότε θα κάνει ξαστεριά»; Ποιος δεν ξέρει τον Σπυριδάκη, τον οπλαρχηγό της Δυτικής Κρήτης με την κόρη του την Αικατερίνη, που πολεμούσε τους Τούρκους στο πλευρό του και που όταν έγινε γιαγιά μου με μάθαινε από μικρό να σημαδεύω με τον τσεφτέ τα κόκκινα μήλα;
Τι φταίω εγώ που η μουσική μου μυρίζει μπαρούτι κι η αγάπη μου για την πατρίδα, μουσική; Το περίεργο όμως είναι, ότι τελικά η μοναξιά μου, μέσα βαθιά μου, τριπλασιάστηκε γιατί ποιος μπορεί να πιστέψει τέτοιες τρελές ιστορίες που τελικά διαμόρφωσαν τη ζωή μου και την τέχνη μου; Μια μουσική που μυρίζει μπαρούτι και μια πατρίδα που τραγουδά και ξανατραγουδά «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και απάντηση δεν παίρνει;”.