Όταν ανέβηκα σε μια ψηλή βουνοκορφή και κοίταξα προς τη θάλασσα, σκέφτηκα ακόμα μια φορά πώς μετατρέψαμε σε κόλαση αυτή την παραδεισένια πατρίδα. Μυρωδιές ρίγανης και φασκόμηλου.
«Μάταια πέρασε η ζωή σου», μου ψιθύρισαν. Σε αυτό το νησί έζησαν άνθρωποι που πέθαναν χωρίς να μπορέσουν να δουν τις μέρες που επιθυμούσαν. Και ακόμα εδώ ζουν άνθρωποι που θεωρούν ότι θα πεθάνουν χωρίς να δουν εκείνες τις μέρες. «Θέλω να ταφώ όπως η Μαρίκα αν πεθάνω», μου είπε ένας νέος αφότου είδε την τελευταία σκηνή της ταινίας «Ρεμπέτικο». Με σάζι. Με λόγια. Να μην φεύγουν με δάκρυα οι άνθρωποι βγαίνοντας από το κοιμητήριο. Να φεύγουν τραγουδώντας και χορεύοντας. Σε κοιτάζω παραδεισένιο νησί ανάμεσα από τα πράσινα αγριόχορτα και τις κίτρινες μαργαρίτες που βρίσκονται στη βουνοκορφή. Ε, εσύ πατρίδα εγκληματιών! Δεν ξέχασα απολύτως τίποτα απ’ αυτά που μου ψιθύρισες λέγοντας «ξέχνα τα». Πάντα θα τα θυμάμαι και στην τελευταία μου πνοή. Όταν χτυπήσει την πόρτα μου ο θάνατος. Αχ! Μάταια πέρασε η ζωή μου. Μάταια πέρασαν οι Απρίληδες και οι Ιούληδες. Χωρίς να μπορέσω να πετάξω ένα τριαντάφυλλο από την κάννη. Χωρίς να μπορέσω να φτιάξω ένα βραχιόλι από γιασεμιά. Οι γροθιές πάντα σφιγμένες. Τα στόματα πάντα βρίζουν. Όλα αυτά συνέβησαν όταν ζούσα. Κοιτάζω τους αιχμάλωτους στρατιώτες που γονάτισαν στην Άσσια και έβαλαν τα χέρια τους πάνω στο κεφάλι τους. Μεγεθύνω τη φωτογραφία και κοιτάζω τα μάτια τους. Κοιτάζω τη σχολική φωτογραφία που έβγαλαν μαζί με τον δάσκαλό τους τα παιδιά που δολοφονήθηκαν στο χωριό Μαράθα. Άνθρωποι που έζησαν την κόλαση στο παραδεισένιο νησί. Όχι, αυτή δεν είναι ιστορία πριν χίλια χρόνια. Συνέβη όταν εγώ ζούσα. Όταν σε κοιτάζω τώρα ανάμεσα από τα πράσινα αγριόχορτα και τις κίτρινες μαργαρίτες στη βουνοκορφή, βλέπω έναν διαβολικό στρατό με χαραγμένη τη σημαία του στα μπράτσα του. Ήρθαν με καράβια. Θα μας σκοτώσουν. Θα μας θάψουν σε λάκκους που έσκαψαν μπουλντόζες. Ύστερα θα τραγουδήσουν τραγούδια νίκης. Όλα αυτά συνέβησαν όταν εγώ ζούσα. Γι’ αυτό ντρέπομαι. Ιδού, αυτή είναι η ζωή που θεωρώ ότι πέρασε άσκοπα. Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου καθώς μου διηγείσαι τις αναμνήσεις σου. Ένας από την Τόχνη. Ένας από το Παλαίκυθρο. Και οι δύο Κύπριοι. Ε, εσύ πατρίδα εγκληματιών! Ο Θεός συγχώρεσε αυτούς τους αμαρτωλούς; Ή μήπως εσείς; Ιδού, τους γνωρίζετε όλους. Και εκείνους στη Μαράθα. Και εκείνους στο Παλαίκυθρο. Συγχωρέσατε τους Τούρκους εγκληματίες που σκότωσαν Έλληνες επειδή είστε Τούρκοι. Συγχωρέσατε τους Έλληνες εγκληματίες που σκότωσαν Τούρκους επειδή είστε Έλληνες. Εσείς βάλατε σε αυτό το νησί τη σφραγίδα της πατρίδας εγκληματιών.
Και εσύ λαέ. Τι περιμένεις ακόμα απ’ εκείνους που ξέρουν τους εγκληματίες και τους συγχώρεσαν; Μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα επουλώσει τις πληγές σου σε εκείνες τις κάλπες που στήθηκαν για εκλογές; Ποτέ δεν έκανες μιαν επιλογή ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Πάντα σου προσφέρονταν δύο κακές επιλογές. Και εσύ πάντα επέλεγες αυτήν που θεωρούσαν τη λιγότερο κακή. Αν αγάπησες τους διαβόλους, τι να σου πω.
Σε αυτή τη χώρα ζουν άνθρωποι που όταν πεθάνουν πάντα φεύγουν με ανεκπλήρωτους πόθους. Οι νεκροί έφυγαν προτού μπορέσουν να δουν τη μέρα που ονειρεύονταν. Ελάτε να ανέβουμε στα βουνά. Να σμίξουμε με τις μυρωδιές των πεύκων και να αναζωογονήσουμε την ψυχή μας. Να πάμε στα χωράφια του Λιμνίτη και να μαζέψουμε φράουλες. Να σταματήσουμε λίγο στο Όμοδος. Να πιούμε λίγα ποτήρια ζιβανία στο πεζοδρόμιο. Να πάμε στους κήπους με μήλα στην Κυπερούντα. Στις λιβελούλες στη Μόρφου. Να μαζέψουμε νάρκισσους. Άγρια σκόρδα. Υπάρχει πανδημία, λέει. Σκοτίστηκαν. Εκείνοι που σηκώθηκαν στο πόδι για να ξεσηκωθούν.
Μου υπέβαλαν μιαν ερώτηση: «Πρέπει να φύγουμε απ’ αυτό το νησί και να σωθούμε ή μήπως να μείνουμε και να αγωνιστούμε; Αν είχατε άλλη μια ζωή, ποιο από αυτά θα διαλέγατε;». Η φυγή δεν είναι σωτηρία. Όπου και να πας δεν μπορείς να σωθείς. Πάντα θα σε ακολουθεί αυτό το νησί. Μην ελπίζεις για άλλη πατρίδα! Εσύ είσαι Κύπρος η αγαπημένη μου που προκαλεί τον πιο μεγάλο πόνο της αγάπης. Πάλι όμως, αν επρόκειτο να πνιγώ, στα δικά σου νερά θα πνιγόμουν. Αν είχα άλλη μια ζωή!
Sener arkadash,
άν και υποψιάζομε πως το ξέρεις αυτό το ποίημα στο παραθέτω εδώ και σου το αφιερώνω
Η πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
[1910 – Κ. Καβάφης]
– – – – – – – – – –
The City
You said: “I’ll go to another country, go to another shore,
find another city better than this one.
Whatever I try to do is fated to turn out wrong
and my heart -like something dead- lies buried.
How long can I let my mind moulder in this place?
Wherever I turn, wherever I look,
I see the black ruins of my life, here,
where I’ve spent so many years, wasted them, destroyed them totally.”
You won’t find a new country, won’t find another shore.
This city will always pursue you.
You’ll walk the same streets, grow old
in the same neighborhoods, turn grey in these same houses.
You’ll always end up in this city. Don’t hope for things elsewhere:
there’s no ship for you, there’s no road.
Now that you’ve wasted your life here, in this small corner,
you’ve destroyed it everywhere in the world.
Constantine P. Cavafy