Αφορμή για το σημερινό μου άρθρο αποτέλεσε ο σάλος που προκλήθηκε από τον, επιεικώς, άστοχο χειρισμό από το υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του θέματος σχετικά με το σχολικό βιβλίο των Αγγλικών της Β’ Λυκείου. Αιτία υπήρξε το ότι στη σελίδα 36 του βιβλίου, κάτω από ένα σετ ασκήσεων κατανόησης κειμένου, εμφανίζεται ο Κεμάλ Ατατούρκ ως «ο μεγαλύτερος ήρωας της Τουρκίας» με το κείμενο να παραθέτει, για σκοπούς άσκησης, τις ηγετικές του ικανότητες (‘showed leadership… as a captain’), το θάρρος του (‘was courageous’) και την ιδιότητά του ως ηθικού ηγέτη (‘…moral leader who stood up for the people’).
Η σοβαρότητα του θέματος, που με ώθησε στη σημερινή μου παρέμβαση, δεν έγκειται στον πρόχειρο ή όχι τρόπο που λήφθηκε η απόφαση της συμπερίληψης του εν λόγω βιβλίου -που δεν αφορά στη διδασκαλία της Ιστορίας και προοριζόταν, μάλλον, για τα τούρκικα σχολεία- στη διδακτέα ύλη των κυπριακών σχολείων. Ούτε και στον τρόπο απόσυρσής του, που μας «εξισώνει με το κατοχικό καθεστώς, το οποίο αυτήν ακριβώς την πρακτική την εφαρμόζει εδώ και πολλά χρόνια σε σχέση με τα βιβλία που στέλνει η Κυπριακή Δημοκρατία, το υπουργείο Παιδείας, στα εγκλωβισμένα παιδιά στο Ριζοκάρπασο», όπως ορθά παρατήρησε ο ιστορικός Πέτρος Παπαπολυβίου. Το όλο θέμα ανάγεται σε μια σοβαρής μορφής παθογένεια, που κατατρύχει την κυπριακή κοινωνία.
Η απόφαση για σκίσιμο, αρχικά, της εν λόγω σελίδας και, στη συνέχεια, για απόσυρση του βιβλίου και, κυρίως, ο όλος θόρυβος που ακολούθησε από τις παρεμβάσεις των κομμάτων, των ΜΜΕ και των συνήθων «ειδημόνων», που δεν χάνουν ευκαιρία να εκφράζονται επί παντός επιστητού, ανέδειξε, για μια ακόμη φορά, πόσο πάσχουμε από έλλειψη ιστορικής αυτογνωσίας, που μας οδηγεί, πολλές φορές, στη μισαλλοδοξία, στον νοσηρό εθνικισμό –ουσιαστικά στην εθνική τύφλωση- και στον φανατισμό, με αποτέλεσμα την απώλεια του κριτικού πνεύματος. Η αυτογνωσία ενός λαού εξαρτάται κατά πολύ από τη γνώση που έχει για την Ιστορία του, αλλά και για την Ιστορία των άλλων λαών. Η ελλιπής και αποσπασματική συγγραφή και διδαχή της Ιστορίας, με την παραπλανητική εξιδανίκευση προσώπων, θεσμών και γεγονότων και την αποσιώπηση άλλων, για να εξυπηρετηθούν πολιτικοί ή ιδεολογικοί σκοποί, οικοδομεί τη μισαλλοδοξία. Έτσι, ο ήρωας ή ο εθνομάρτυρας του ενός λαού είναι ο εγκληματίας του άλλου, ο ιδρυτικός μύθος ενός έθνους είναι ιστορία οδύνης για το άλλο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που σχολικά βιβλία υπήρξαν, στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, στόχος επιθέσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι λόγοι της αντίδρασης ήταν ιδεολογικοί και πολιτικοί. Το 1984, το βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου του καθηγητή Βασίλη Κρεμμυδά, ενός από τους σπουδαίους ιστορικούς και καθηγητές Ιστορίας στην Ελλάδα, επικρίθηκε για το ιδεολογικό του περιεχόμενο και κρίθηκε ως «αντιιστορικό» και αντιπαιδαγωγικό λόγω μεθοδολογίας και γλώσσας.
Το 1985, το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και ενός πολύ σημαντικού ιστορικού («Ιστορία του ανθρωπίνου γένους»), κατηγορήθηκε για «αθεϊσμό» και ανατροπή των «βάθρων του ελληνικού πολιτισμού» και κατέληξε να κρίνεται ως «ιστορικά ατεκμηρίωτο» και «διδακτικά ελλιπές».
Τέλος, είναι γνωστή η διαμάχη, κατά το έτος 2007, για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, όπου ο κάθε σχετικός και άσχετος είχε καταθέσει την άποψή του. Σημαντική μερίδα πολιτών, κόμματα αλλά και η Εκκλησία ζήτησαν όπως το βιβλίο αποσυρθεί. «Διαστρεβλώνει την Ιστορία, αποκρύπτει ιστορικά γεγονότα, η μεθοδολογία του είναι αντιεπιστημονική, υποβαθμίζει τον ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του ’21» είναι ορισμένα από τα επιχειρήματα όσων ζητούσαν άμεση απόσυρση. Το βιβλίο και το επιστημονικό έργο της συγγραφικής του ομάδας είχαν παραδοθεί στην πυρά με κριτήρια κάθε άλλο παρά επιστημονικά. (Δημοσίευμα στην εφημερίδα «Καθημερινή» των Αθηνών», ημερ. 1/7/2007, με τίτλο «Ιδεολογικός πόλεμος με διδακτικό άλλοθι»).
Η αναφορά στο επίμαχο βιβλίο για τον Κεμάλ Ατατούρκ ως «τον μεγαλύτερο ήρωα της Τουρκίας» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν ιδωθεί μέσα στα ιστορικά πλαίσια της προσπάθειας, πρώτα των Νεοτούρκων, να αποτρέψουν τον αργό θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στη συνέχεια, του Κεμάλ Ατατούρκ να μεταλλάξει αυτή τη θνήσκουσα αυτοκρατορία σε εθνικό κράτος.
Στην προσπάθειά μου να βοηθήσω τον καλόπιστο αναγνώστη, που δεν διακατέχεται από νοσηρό εθνικισμό και μισαλλοδοξία, να κρίνει για την ορθότητα της θέσης των συγγραφέων του επίμαχου βιβλίου ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ είναι ο «ο μεγαλύτερος ήρωας της Τουρκίας», παραθέτω, πιο κάτω, τα σχετικά ιστορικά γεγονότα:
Μετά την σαρωτική τους ήττα στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, οι Οθωμανοί έχασαν πάνω από 60% των ευρωπαϊκών εδαφών τους. Οι οθωμανικές Αρχές διαμόρφωσαν τότε μία πολιτική που είχε στόχο τη μετάλλαξη της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αμιγή τουρκική, με την ομογενοποίηση του πληθυσμού της Ανατολίας. Αυτή η ομογενοποίηση απέβλεπε, πρώτον, στην εξαφάνιση ή εκδίωξη των μη μουσουλμανικών λαών από την Ανατολία και, δεύτερον, στην αφομοίωση των μη Τούρκων μουσουλμάνων, όπως των Κούρδων και των Αράβων. Το έργο αυτό το ανέλαβαν, αρχικά, οι Νεότουρκοι οι οποίοι το 1908 αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη δύναμη στην οθωμανική πολιτική σκηνή. Η «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου», την οποία συνέπηξαν, αποσκοπούσε στη μεταμόρφωση της αυτοκρατορίας, για να μην υποστεί έναν αργό θάνατο από συνεχείς εδαφικούς ακρωτηριασμούς.
Το μεγάλο ταρακούνημα ήρθε μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ήταν σύμμαχος της ηττημένης Γερμανίας στον πόλεμο, αναγκάστηκε από τους νικητές να αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών, που συνομολογήθηκε στις 10 Αυγούστου 1920. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Δυτική Θράκη περιήλθε σε ελληνική διοίκηση. Το ίδιο έγινε και με την Ανατολική Θράκη, πλην της Κωνσταντινούπολης. Στην ίδια Συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώριζε την πλήρη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, πλην της Ρόδου την οποία κατείχαν οι Ιταλοί. Επίσης, η Συνθήκη πρόβλεπε για την αυτονομία του Κουρδιστάν και τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Αρμενίας, που περιλάμβαναν αρκετά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Δημοκρατία της Αρμενίας περιλαμβανόταν και η περιοχή της Τραπεζούντας στην οποία ζούσε μεγάλος αριθμός Ελλήνων. Τελευταίο και σημαντικότερο, στην Ελλάδα ανετίθετο η προσωρινή διοίκηση της ευημερούσας Σμύρνης και της ενδοχώρας της, οι κάτοικοι της οποίας θα καλούνταν μετά το πέρας μιας πενταετίας να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της οριστικής προσάρτησης στα εδάφη του ελληνικού κράτους. Προηγήθηκε η «εντολή» των συμμαχικών Δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα για κατάληψη της Σμύρνης. Στις 15 Μαΐου 1919 μια ελληνική μεραρχία αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, όπου έγινε ενθουσιωδώς δεκτή.
Η κατάληψη της Σμύρνης και περιοχών της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό αναζωπύρωσε τον τουρκικό εθνικισμό και συνέτεινε ώστε να εκφραστεί αυτός ο εθνικισμός σε μαχητικό «απελευθερωτικό» κίνημα, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα επονομασθείς «Ατατούρκ», δηλαδή «πατέρας των Τούρκων». Ο Μουσταφά Κεμάλ υπήρξε ηγετικό στέλεχος της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου.
Όταν, μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία το 1922, ανέλαβε το 1923 την εξουσία ο Κεμάλ Ατατούρκ, ως πρόεδρος της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας, επιδόθηκε σε μια επίπονη προσπάθεια να ολοκληρώσει το έργο της μεταμόρφωσης των πληθυσμών της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε τουρκικό έθνος και, στη συνέχεια, να εκσυγχρονίσει το κράτος.
Η εκκαθάριση της Ανατολίας από μη μουσουλμανικά στοιχεία, όπως των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων, που συνεχίστηκε από το 1915 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, που συνομολογήθηκε στις 24 Ιουλίου του 1923, ορίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, από την οποία εξαιρέθηκαν οι Έλληνες κάτοικοι Ίμβρου, Τενέδου και Κωνσταντινούπολης και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
«Καθαρό» τουρκικό κράτος με γενοκτονίες
Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα «καθαρό» τουρκικό έθνος και κράτος, ο Κεμάλ δεν δίστασε να στραφεί και εναντίον μουσουλμανικών πληθυσμών. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν, εκτός από τους Τούρκους, τους Κούρδους και τους Αθιγγάνους (Ρομά), πάνω από είκοσι τέσσερις ακόμη μουσουλμανικές πληθυσμιακές ομάδες στη Μικρά Ασία με τις ξεχωριστές γλώσσες τους, τις θρησκευτικές αποκλίσεις τους και τις διακριτές εθνοτικές ταυτότητές τους. Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Πασχάλης Κ. Κιτρομηλίδης, «μέσα από τη χοάνη του απελευθερωτικού πολέμου κατά των Ελλήνων, ο Κεμάλ κατόρθωσε να ενσωματώσει όλους αυτούς τους λαούς και εθνοτικές ομάδες σε ένα νέο έθνος». (Π. Κ. Κιτρομηλίδης, Η ελληνική απόβαση και ο τουρκικός εθνικισμός, στο «Βήμα» των Αθηνών, ημερ. 12/7/2009). Οι μόνοι οι οποίοι αντιστάθηκαν σ’ αυτήν την εκστρατεία εθνικής αφομοίωσης, την εθνοκάθαρση, ήταν οι Κούρδοι.