Του Χρήστου Αρβανίτη, 28.3.2021
Οι φιλέλληνες του 19ου αιώνα ήταν αυτοί που, κατά κύριο λόγο, έστρεψαν την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης στα πάθη των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο πιο διάσημος ανάμεσά τους ήταν ο λόρδος Μπάιρον, ο ρομαντικός ποιητής τον οποίο όλοι αναγνωρίζουμε ως σήμερα. Όμως, πέρα από τον δραματικό θάνατό του στο Μεσολόγγι το 1824, στα σχολεία δεν αναφέρονται και πολλά για τη ζωή του, κυρίως για το πώς αποφάσισε να συμπαρασταθεί στον Αγώνα και να πολεμήσει σ’ αυτόν. Αναμφισβήτητα, οι αιτίες που έκαναν έναν Άγγλο αριστοκράτη, αλλά και άλλους ευγενείς, φίλους και γνωστούς του –άθεους όπως ο ίδιος και τυχοδιώκτες– να κυνηγούν την περιπέτεια στην Ελλάδα που ετοιμαζόταν να εξεγερθεί, έχουν τις ρίζες τους στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν, αλλά και στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Αγγλία.
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον γεννήθηκε το 1788 και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, χωρίς τον αυτοκαταστροφικό πατέρα του, τον επονομαζόμενο «τρελο-Τζακ», ο οποίος κρυβόταν στη Γαλλία από τους πιστωτές του. Η διαταραγμένη πνευματικά μητέρα του τον χλεύαζε για την αναπηρία του –γεννήθηκε κουτσός– ενώ συγχρόνως τον λάτρευε για την ομορφιά και την εξυπνάδα του. Στα 10 χρόνια του κληρονόμησε τον τίτλο του βαρώνου και την περιουσία ενός θείου του, σπούδασε στο Κέιμπριτζ και ήταν πολύ δημοφιλής. Έδινε μεγάλα πάρτι, έμαθε εύκολα αραβικά, περσικά και νέα ελληνικά, άρχισε να γράφει ποίηση. Όταν αργότερα, το 1812, έγινε δεκτός στη Βουλή των Λόρδων, στην ομιλία του δήλωσε πως ήταν απαράδεκτο η γενεαλογία και ο πλούτος να είναι προϋποθέσεις απονομής πολιτικών δικαιωμάτων, γι’ αυτό κατέθεσε νομοσχέδιο για κατάργηση του Σώματος, έφυγε και δεν ξαναπάτησε.
Όπως συνήθιζαν οι Εγγλέζοι αριστοκράτες, ξεκίνησε το 1809 για τη λεγόμενη «Grand Tour» του. Αφού η Γαλλία αποκλειόταν λόγω του πολέμου με τον Ναπολέοντα, πέρασε από την Ισπανία, μετά στη Μάλτα και την Ήπειρο. Στο ταξίδι του «ο έρωτας και ο θάνατος βρίσκονταν σε κάθε σου βήμα» – κυρίως ο πρώτος, με τη μορφή όμορφων κοριτσιών (και αγοριών). Τον φιλοξένησε ο Αλή Πασάς, ώσπου έμαθε ότι έψηνε τους εχθρούς του και ότι έπνιξε στη λίμνη 15 γυναίκες από το χαρέμι του.
Φτάνοντας στην Αθήνα, έγινε έξαλλος βλέποντας τους ναύτες ενός άλλου λόρδου, του Έλγιν, να κατεβάζουν τη μετόπη του Παρθενώνα και αποκάλεσε τους συμπατριώτες του «έθνος από επηρμένους μαγαζάτορες». Του άρεσε η ανατολίτικη και αισθησιακή ζωή της πόλης, φιλοξενήθηκε σε διάφορες ελληνικές οικογένειες (και «φιλοξένησε» στην αγκαλιά του κάμποσες θυγατέρες τους). Συγχρόνως, έγραφε ποίηση και προέτρεπε τους οικοδεσπότες του να εξεγερθούν κατά των Τούρκων…
Μετά τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη (όπου τον δέχτηκε ο Σουλτάνος), την Τροία και ξανά την Αθήνα, επέστρεψε στην Αγγλία το 1811: «Αφού έζησα μαζί με μωαμεθανούς, καθολικούς και ορθόδοξους, και ενώ εγώ ο ίδιος είμαι προτεστάντης, συνειδητοποίησα ότι όλες οι θρησκείες είναι εξίσου αληθινές, δηλαδή εξίσου ψεύτικες», συμπέρανε.
Ξαναφεύγοντας το 1816 από τη χώρα, έμεινε για ένα διάστημα στη Γενεύη μαζί με τον φίλο του, τον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ και τη γυναίκα του Μαίρη (εκεί εμπνεύστηκε το έργο της «Φρανκενστάιν»), την ετεροθαλή αδελφή της Κλαιρ Κλέρμοντ (καρπός της σχέσης τους η κόρη του Μπάιρον Αλέγκρα) και τον διανοούμενο γιατρό Πολιντόρι. Έφτασε στην Ιταλία, όπου εντάχθηκε (εν μέσω αναρίθμητων ειδυλλίων πάντα) στο κίνημα των Καρμπονάρων κατά του Πάπα. Διέφυγε μετά την καταστολή του και ξαναβρέθηκε με τους Σέλεϊ και τον φίλο του Λη Χαντ στη Γένοβα.
Ο Πέρσι Σέλεϊ έγραψε το δραματικό ποίημά του «Ελλάς» το 1821, μετά τη γνωριμία του με τον Μαυροκορδάτο. Πνίγηκε τον επόμενο χρόνο στον κόλπο της Λα Σπέτζια σε ένα μπουρίνι, καθώς πήγαινε με ένα μικρό ιστιοφόρο να φέρει τον Χαντ από την απέναντι πλευρά του κόλπου. Ο Μπάιρον με τον Λη Χαντ και τον άλλο της παρέας, τον Έντουαρντ Τρελόνι, έκαψαν το σώμα του σε μια πυρά στην παραλία, όπως το θέλησε η Μαίρη.
Ο Μπάιρον επιστρέφει στην Ελλάδα ως μέλος της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, για να βοηθήσει με ένα δάνειο από την Αγγλία. Καταλήγει στο Μεσολόγγι όπου πεθαίνει στα 37 του, στις 19 Απριλίου 1824, μάλλον από σηψαιμία. Η «Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον» του Διονύσιου Σολωμού είναι χαρακτηριστική του μεγάλου πένθους στη χώρα.
ΣΗΜ.: Στην εικόνα «Η κηδεία του Σέλεϊ» (1889), πίνακας του Λουί Εντουάρ Φουρνιέ. Οι τρεις μορφές δίπλα στην πυρά είναι (από αριστερά) ο Τρελόνι, ο Χαντ και ο Μπάιρον, και πίσω τους η Μαίρη Σέλεϊ (η οποία στην πραγματικότητα δεν παρευρέθηκε στην αποτέφρωση).
* Οι περισσότερες πληροφορίες στο κείμενο είναι από το εξαιρετικό βιβλίο «Μπάιρον» (εκδ. Αιώρα 2020) του Giuzeppe Tomasi di Lampedusa, συγγραφέα του «Γατόπαρδου».
chrarv@phileleftheros.com
Φιλελεύθερα, 28.3.2021.