Του: ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 16/12/2020
Ξύπνησα με ένα μήνυμα ένα πρωί με βροχές και καταιγίδες. Το μήνυμα είναι από την παραλία ενός ωκεανού. «Σε περιμένω σε αυτή την παραλία του ωκεανού», λέει. Τι τρομερό αστείο για έναν άνθρωπο στην Κύπρο. Του έστειλα και εγώ ένα μήνυμα:
«Σίγουρα θα έρθω
Περίμενέ με
Η θάλασσα πλέον δεν μου φτάνει…»
Είναι μια μέρα σκοτεινή. Και ειδήσεις στενάχωρες, που σου μαυρίζουν τα σωθικά. Θυμάμαι τις τελευταίες ημέρες μιας εποχής στη Μόσχα. Ο λαός σαστισμένος. Εξαθλιωμένος. Παντού πάγκοι. Παντού παζάρι. Παντού μαύρη αγορά. Και παντού ομάδες ανθρώπων στοίβα. Συζητούν έντονα. Τι θα γίνει με την κατάσταση αυτής της χώρας. Οι ειδήσεις στην τηλεόραση κλείνουν κάθε βράδυ με τη μουσική του «Yesterday». Οι εφημερίδες βάζουν πρωτοσέλιδο τίτλο ότι «ακόμα δεν ήρθε ο Γκοντό». Και λύκοι. Λύκοι που αγαπούν τον θολό καιρό. Ζουν βασιλικά εν μέσω της φτώχειας.
Η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας τώρα μου θυμίζει εκείνες τις μέρες. Αυτή η σαστιμάρα. Αυτή η εξαθλίωση. Αυτή η ανημποριά. Και η απαισιοδοξία. Είμαστε σαν τους κόκκους ενός ροδιού που έσκασε. Αν ερχόταν ένας Γκοντό να μας έσωζε… Δεν έρχεται. Άλλωστε ούτε στη Μόσχα είχε έρθει. Γι’ αυτό και ένας παλαιός πολεμιστής του Αφγανιστάν χωρίς χέρια και πόδια ζητιάνευε στο μετρό, όπως και οι ήρωες της Επανάστασης. Αυτό που με λυπούσε πιο πολύ ήταν τα πακέτα βοήθειας που στέλνονταν από τη Γερμανία στους Ρώσους παλαιούς πολεμιστές του Βερολίνου. Είχαν εξαθλιώσει τις ορδές των ναζί, είχαν εξαφανίσει τον Χίτλερ από προσώπου γης, όμως στο τέλος τους έκαναν να έχουν ανάγκη το γερμανικό ψωμί. Τα έλεγε αυτά κλαίγοντας ένας παλαιός πολεμιστής που είχε μπει στο Βερολίνο τον Μάιο του 1945. «Μακάρι να πέθαινα να μην έβλεπα αυτές τις μέρες», έλεγε.
Μου θύμιζε και τους παλαιούς πολεμιστές εδώ σε εμάς. Για χρόνια πέρασαν τη ζωή τους στα οδοφράγματα, στα φυλάκια. Κοιμόντουσαν παρέα με τα φίδια. Και τώρα. Είναι εξαθλιωμένοι. Οργισμένοι. Έγιναν αιχμάλωτοι της Τουρκίας ενώ έλεγαν «να ελευθερωθώ». «Μας τελείωσαν, θα μας φάνε», λένε. Δεν μπορούν να δουν άσπρη μέρα. «Εμείς γι’ αυτές τις μέρες πεθάναμε, σκοτώσαμε; Μακάρι να πεθαίναμε και να μην βλέπαμε αυτές τις μέρες», λένε και τους πιάνει το παράπονο.
Δεν έχω τη θέληση να γράφω πολιτικά άρθρα. Αν υπάρχει κάτι να αποκαλύψω, το αποκαλύπτω. Αλλά δεν προσφέρω ιδέες στους πολιτικούς που δεν πιστεύω ότι έχουν καλή πρόθεση. Ζητάω λογοδοσία. Δεν είμαι γραμματικός. Ένας επιχειρηματίας μας μου είπε το ίδιο πράγμα: «Η Τουρκία θα μας καταβροχθίσει!» Όμως, αν τον ρωτήσω για τη λύση, η απάντηση είναι η ίδια: «Δεν γίνεται χωρίς εγγυήσεις»! «Και η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν θέλει λύση», λέει. Σαν να έχει πέσει στην αγκάλη της Τουρκίας χωρίς να το θέλει. Νιώθει σαν να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πυρά. Αν δεν υπάρξει λύση, πώς θα σωθεί από τα χέρια της Τουρκίας; Όμως, δεν αρκεί να υπάρξει λύση για να σωθεί από τα χέρια της Τουρκίας. Σε κάθε λύση που αυτή προτείνει, η Τουρκία θα είναι πάλι πάνω στο κεφάλι μας! Του εξηγώ. Δεν καταλαβαίνει. «Ο μόνος δρόμος για επενδυτές όπως εσείς είναι η Κυπριακή Δημοκρατία», του λέω. «Αλλά και οι Ελληνοκύπριοι δεν μας θέλουν», λέει.
Να ξυπνάς μια μέρα σκοτεινή με βροχές και καταιγίδες. Να μιλάς με ανθρώπους απελπισμένους, απηυδισμένους, κουρασμένους. Καθώς αποχαιρετάς έναν απαίσιο χρόνο. Να μην μπορείς να είσαι καθόλου αισιόδοξος για το μέλλον. Ιδού, αυτή είναι η κατάστασή μας. Δεν έχω τη θέληση να γράφω άρθρα για τον κορωνοϊό και άλλα παρόμοια. Σκέφτομαι τους φίλους μου στον νότο, οι οποίοι είναι προχωρημένης ηλικίας, δεν μπορούν να βγουν έξω από το σπίτι πλέον και δεν μπορούν να οδηγήσουν. Με περιμένει ο αγαπητός Χριστόφορος στον Αστρομερίτη. Δεν μπορώ να πάω. Όσο και αν πιέζομαι, δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος. Θυμάμαι πάλι εκείνο το ποίημα:
«Γράφω λόγια ζοφερά
Για τη ζωή μου
Οι αγάπες μου και οι πεποιθήσεις μου
Είναι υπό κατοχή
Παίζουν ζάρια πάνω στο φέρετρό μου
Από τις διευθύνσεις στην τσέπη μου
Δεν μου έμεινε ελπίδα…»*
Αν οι αγάπες μας και οι πεποιθήσεις μας είναι υπό κατοχή, σε ποια ελευθερία βρισκόμαστε;
*Ισμέτ Οζέλ, «Μήπως δεν μπορέσαμε ποτέ να είμαστε ελεύθεροι;».
Μήπως δεν μπορέσαμε να είμαστε καθόλου ελεύθεροι;
Posted in By Cyclamen