Menu Close

Αναρτήσεις

Κωδικό μήνυμα: Ανέβασέ τους στο τρένο

Του Σιενέρ Λεβέντ, 07/09/2021

Υπάρχει ένα βιβλίο που εκδόθηκε στην Γερμανία το 1999. Δυστυχώς, πρόσφατα ενημερώθηκα γι’ αυτό το βιβλίο. Το όνομα του βιβλίου: «Ανέβασέ τους στο τρένο». Ο συγγραφέας του είναι ο Ρόνι Αλασόρ. Όπως έμαθα, είναι ένας Κούρδος συγγραφέας, ο οποίος κατέφυγε στη Νορβηγία. Στο βιβλίο υπάρχουν οι αναμνήσεις που διηγούνται κάποιοι Τούρκοι βετεράνοι πολέμου, οι οποίοι έλαβαν μέρος στη στρατιωτική επιχείρηση στην Κύπρο το 1974. Αναμνήσεις γεμάτες θηριωδία που δεν μπορούν να ξεχάσουν. Ο Ρόνι Αλασόρ τεκμηριώνει το βιβλίο του με τα φανερά ονόματα των προσώπων και των περιοχών. Το βιβλίο τυπώθηκε στην Κολωνία τον Οκτώβριο του 1999. Ανατρίχιασα όταν το διάβασα. Λίγο είναι ακόμα και το ανατρίχιασα. Τρόμαξα.

Πρώτος μάρτυρας ο Χ. Κιοφέν. Γεννημένος στη Μαλάτια το 1953. Στην Κύπρο υπηρέτησε στις περιοχές της Λευκωσίας και της Λαπήθου ως διοικητής διμοιρίας βαρέων όπλων. Δηλαδή, ήταν λοχίας. Επειδή τραυματίστηκε στον πόλεμο, του απονεμήθηκε ο τίτλος βετεράνος πολέμου. Διηγείται τα εξής:

«Ο λόχος μας ήταν περίπου 100 άτομα. Ο διοικητής μας Τουφάν Σανλί ήταν ένας πολύ ανηλεής. ‘Μην λυπάστε, πυροβολήστε, κάψτε, γκρεμίστε, σκοτώστε προτού πεθάνετε’, μας έλεγε» Οι Ελληνοκύπριοι, ως αποτέλεσμα του πυκνού βομβαρδισμού των τουρκικών πολεμικών αεροπλάνων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αν ήταν στρατιωτικός ή μη  στόχος, είχαν αφήσει τα σπίτια τους και διέφυγαν προς τα μέσα, προς τα νότια τμήματα. Όσοι δεν μπόρεσαν να σώσουν τη ζωή τους, είχαν δολοφονηθεί κατά τις ‘επιχειρήσεις εκκαθάρισης’ εκ μέρους των κομάντο που είχαν πατήσει το πόδι τους στο νησί μια μέρα πριν από εμάς και των παραστρατιωτικών συμμοριών των αγωνιστών που αποτελούνταν από Τουρκοκύπριους. Παντού υπήρχαν σπίτια βομβαρδισμένα, καμένα, γκρεμισμένα και πτώματα φουσκωμένα, σκουληκιασμένα που μύριζαν πολύ άσχημα. (…) Καθώς προχωρούσαμε σε μιαν ορεινή περιοχή πάνω από την Λευκωσία, συγκεντρώθηκαν άμαχοι σε ένα ορεινό χωριό το όνομα του οποίου δεν γνωρίζαμε. Ένας λοχίας στον λόχο μας ήταν πολύ άπονος. Πρώτα έστησε περίπου 10-15 από αυτούς μπροστά από έναν τοίχο στο χωριό. Ανάμεσά τους υπήρχαν και γυναίκες. Εκτελέστηκαν ξαφνικά, αφού πρώτα τους αφαιρέθηκαν τα χρυσά σκουλαρίκια που είχαν στα αφτιά τους, οι χρυσές αλυσίδες που ήταν στον λαιμό τους, τα ρολόγια που φορούσαν στα χέρια τους, τα χρήματα που βρίσκονταν στις τσέπες τους και όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους. Οι δικοί μας έβγαζαν κραυγές νίκης και δυνατά γέλια, την ώρα που μερικοί από αυτούς τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους προσπαθούσαν να τρέξουν αριστερά και δεξιά μέσα σε αίματα».

Ο δεύτερος μάρτυρας, ο Μουσταφά Ονγκάν, γεννηθείς το 1953 στο Μάρας. Ήταν δεκανέας σε αυτό τον πόλεμο, όμως υπηρέτησε με την αρμοδιότητα του λοχία. Διηγείται τα εξής:

«Ο τομέας ευθύνης μας περιλάμβανε μιαν περιοχή που εκτεινόταν από την Άσσια μέχρι την Αμμόχωστο. (…) Στις επιχειρήσεις με το κωδικό όνομα ‘Επιχειρήσεις Εκκαθάρισης’, στα χωριά ουσιαστικά δεν κάναμε τίποτε άλλο εκτός από δολοφονίες, λαφυραγωγία και βιασμούς. (…) Στο χωριό Μόρα δολοφονήθηκαν περίπου 100 Ελληνοκύπριοι άμαχοι μαζί με εκείνους που διέφυγαν προς τα εκεί. Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν καθώς έτρεχαν στους δρόμους του χωριού, υπήρχαν και γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Μόλις οι διοικητές μας διέταξαν ότι έπρεπε να κρύψουμε τα πτώματα, άνοιξα με μπουλντόζα έναν μεγάλο και πλατύ τάφο. Τους ρίξαμε τυχαία στον τάφο και τους σκεπάσαμε ομαδικά με χώμα. Ο τάφος στον οποίο θάψαμε τα πτώματα είναι σε μιαν αγροτική περιοχή που μοιάζει με ρυάκι λίγο αφότου περάσεις το χωριό Μόρα. Παίρναμε τα αντικείμενα αξίας, όπως χρυσαφικά και χρήματα, τόσο από τους Ελληνοκύπριους που σκοτώναμε όσο και από εκείνους που πιάναμε ζωντανούς. Ειδικά οι διοικητές μας επέστρεψαν πλούσιοι από την Κύπρο. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ταυτοχρόνως εκείνοι που βίαζαν τις γυναίκες. Πήραν και οι Τουρκοκύπριοι το μερίδιό τους από την καταπίεση και τους βιασμούς κατά τη διάρκεια της εισβολής του τουρκικού στρατού. Μόλις είδαμε δύο μικρά έρημα κορίτσια Τουρκοπούλες στο χωριό Μόρα, τα παραδώσαμε και αυτά στους διοικητές, όπως απαιτούσε η κανονική διαδικασία. Αργότερα μάθαμε ότι έγινε και σε αυτά το ίδιο κακό».

Ο τρίτος μάρτυρας, ο Α. Κ. Ραματάν, από τους στρατιώτες που προσγειώθηκαν με αλεξίπτωτο στην Κύπρο, διηγείται τα εξής:

«Το πιστεύετε; Έστρεψα το όπλο G-3 προς το μέρος ενός ανθρώπου με δεμένα χέρια και τον ρώτησα: ‘Γίνεσαι μουσουλμάνος;’ Επέδειξε μιαν συμπεριφορά την οποία σέβομαι τώρα. Κουνώντας το κεφάλι είπε όχι. Κατόπιν τούτου, άδειασα μιαν γεμιστήρα σφαίρες πάνω του. Ασκήθηκε τυραννία και προς τους Τουρκοκύπριους τους οποίους δήθεν πήγαμε για να σώσουμε. Οι Τουρκάλες, που πρώτα μας άνοιξαν τις αγκάλες τους και μας έδωσαν φρούτα, προτού περάσει μακρό χρονικό διάστημα άρχισαν να νιώθουν μεγάλο μίσος και έχθρα όταν μας έβλεπαν. ‘Ήρθατε να μας σώσετε ή να μας βιάσατε;’, φώναζαν».

Ο τέταρτος μάρτυρας, ο Ο. Σαάτ, πυροβολητής, διηγείται τα εξής:

«Μας είπαν ότι θα μετέφεραν τους Ελληνοκύπριους αιχμάλωτους που κρατούσαμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Λευκωσία. Και ύστερα 70-80 από αυτούς επέστρεψαν πίσω επειδή δεν υπήρχε χώρος εκεί. Τότε είχαμε στρατοπεδεύσει στην Αγυιά. Άκουσα τον διοικητή του τάγματος Μ. Γκιούνγκιορμους να μιλάει στον ασύρματο. Δόθηκε σε αυτόν η εντολή ‘ανέβασε στο τρένο τους ευρισκόμενους δίπλα σου’. Και αυτό σήμαινε εξολόθρευση, διότι δεν υπήρχε τρένο στην Κύπρο. (…) Την επόμενη μέρα ο λοχαγός Ε. Σαντίκ, παίρνοντας μαζί του και τον Μπιλάλ Γιλμάζ και τον αρχιλοχία Μουχαρέμ, πήραν εκείνους τους 70-80 Ελληνοκύπριους αιχμάλωτους και έφυγαν. Είχαν δέσει τα χέρια και τα μάτια των αιχμαλώτων. Υπήρχαν τρία πηγάδια κοντά στην Τύμπου και την Αφάνεια. Εκεί οδήγησαν τους αιχμαλώτους. Ύστερα τους θέρισαν με αυτόματα όπλα και τους πέταξαν στα πηγάδια. Διηγήθηκαν κομπάζοντας ότι έριξαν πληγωμένο έναν χοντρό Ελληνοκύπριο στο πηγάδι και το τι φωνές έβγαζε στον πάτο του πηγαδιού».

(Συνεχίζεται)

Sener Levent

Posted in Politics, Από Πολίτη, Κοινωνικά

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *