Μεγάλη συζήτηση ξεκίνησε, μετά τις εξαγγελίες Ερντογάν, για ενδεχόμενη επιστροφή των Βαρωσιωτών υπό κατοχική διοίκηση, στο περιβόητο 3,5% που θα σημάνει την ουσιαστική έναρξη του εποικισμού της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου. Αρκετοί είναι αυτοί που δήλωσαν προ πολλού πως δεν θα είχαν πρόβλημα να επιστρέψουν έστω και υπό τουρκική διοίκηση, έκαναν αιτήσεις, συναντήθηκαν με αξιωματούχους του κατοχικού καθεστώτος και -τούτες τις μέρες- εξεγείρονται εναντίον του Αναστασιάδη που επεσήμανε πως δεν πρέπει να σπεύσουν στην παράνομη «επιτροπή» των κατεχομένων.
Μας έκανε εντύπωση η θέση της Άννας Μαραγκού, γνωστής και μη εξαιρετέας, αντιπροέδρου πλέον του σχηματισμού «Αμμόχωστος για την Κύπρο» που δεν κατάφερε να εισέλθει στη νέα βουλή. Δεν διαβάζαμε πρώτη φορά τέτοιου είδους αναφορές, μα όσα είπε στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα «Cyprus Times» ξεπερνούν και τα όποια όρια του συνδρόμου της Στοκχόλμης. Όχι τόσο οι αναφορές στον Αναστασιάδη –«στο Βαρώσι έβαλαν ταφόπλακα με νεκροθάφτη τον Πρόεδρο»– με τον οποίο ήταν ανέκαθεν στο ίδιο στρατόπεδο, στη λάθος πλευρά της ιστορίας, μα η προσπάθεια απενοχοποίησης της επιστροφής υπό τουρκική διοίκηση.
«Θα πάμε όταν φτιάξουν την περιοχή. Τώρα δεν έχει ούτε ηλεκτρισμό ούτε νερό», δηλώνει η κυρία Μαραγκού προσβάλλοντας ακόμα και όσους Βαρωσιώτες διατηρούν την αξιοπρέπειά τους και δεν αντιμετωπίζουν τον τόπο τους σαν «βιλαέτι» κάποιου φιλόξενου σουλτάνου, σαν «τσιφλίκι» που το μόνο που του λείπει είναι ηλεκτρισμός και νερό. Μάλιστα, το πήρε κι ένα βήμα παραπέρα, συγκρίνοντας την επιστροφή στο Βαρώσι με τους εγκλωβισμένους Ελληνοκύπριους: «Οι Βαρωσιώτες γιατί να μη δικαιούνται; Μια χαρά είναι στο Ριζοκάρπασο οι Ελληνοκύπριοι. Έχουν την καθημερινότητά τους».
Για την Άννα Μαραγκού, «μια χαρά» σημαίνει να ζει, να εργάζεται, να εκπαιδεύεται, να θρησκεύεται, να επιβιώνει κανείς υπό την αίρεση κατοχικών αρχών. «Μια χαρά» είναι, παράνομες αρχές, να ελέγχουν τα βιβλία που θα διδαχτούν τα παιδιά των εγκλωβισμένων. «Έχουν την καθημερινότητά τους», διαλαλεί γεμάτη σιγουριά για την εξυπνάδα της και δεν σκέφτεται τι έχουν περάσει οι εγκλωβισμένοι, τι δυσκολίες αντιμετωπίζουν όποτε καπνίσει του καθεστώτος να τους δυσκολέψει, τι σημαίνει να περιμένεις βοήθεια από τη Δημοκρατία μέσω των φορτηγών των Ηνωμένων Εθνών, να ζει κανείς σαν πολιορκημένος και καθόλου ελεύθερος μέσα στον τόπο του.
Εκείνο που μας έκανε, τελειωτικά, να ανατριχιάσουμε είναι η φαντασίωση της κυρίας Μαραγκού για την επόμενη μέρα στο αποκλεισμένο Βαρώσι: «Θέλουμε να μας χτίσουν τα σχολεία μας, τα νοσοκομεία μας, τα σπίτια μας». Σαν ιθαγενείς που εκλιπαρούν τους «ιεραποστόλους», καρτερούμε κι εμείς να μας κτίσει τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα σπίτια μας ο Τούρκος δικτάτορας. Και μες στον κλαυθμό για τον χαμό του Βαρωσιού, δεν παρατηρείται η παραμικρή συνέπεια. Αφού, λοιπόν, «μια χαρά» θα είναι στο τουρκοκρατούμενο Βαρώσι, προς τι ο οδυρμός για όσα συντελούνται; Αφού «μια χαρά» είναι κι η ανάπηρη ελευθερία που τάζει ο Ερντογάν κι οι μαριονέτες του, προς τι οι φωνασκίες για τη μη λύση; Προς τι η «νεκρώσιμος ακολουθία» για την Αμμόχωστο, αφού εκφράζουν ετοιμότητα να ζήσουν σε θύλακα; «Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις) / και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα». Ή για το Βαρώσι;