Του Γιώργου Καλλινίκου, 25 Μαρτίου 2021
Τα δάκτυλα ακούμπησαν τα πλήκτρα. Μοναδική ιστορική επέτειος σήμερα. Διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα από τα σπουδαιότερα παγκόσμια γεγονότα του 19ου αιώνα. Διάδοχος της περίφημης γαλλικής επανάστασης αλλά ενδοξοτέρα. Καθότι επαναστάτης ήταν ένας φτωχός λαός μιας μικρής χώρας και αντίπαλος μια πανίσχυρη αυτοκρατορία. Η καρδιά, όμως, είχε άλλα σχέδια…
Σαν κινηματογραφική ταινία αρχίζουν να περνούν από μπροστά μου οι εικόνες. Δερβενάκια, Τριπολιτσά, Αράχωβα, Σούλι, Μάνη… Παλληκάρια που μετατρέπονταν σε θηρία και κατατρόπωναν τον πολυάριθμο εχθρό. Ήρωες που σκορπούσαν τον τρόμο. Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Μπότσαρης, Νικηταράς… Μια χώρα που την κάλυψε απ’ άκρη σ’ άκρη η μυρωδιά του μπαρουτιού και της στάχτης από τα αποκαίδια κάθε μάχης σε βουνά και λαγκάδια. Και οι εικόνες πολλαπλασιάζονται… Οι γαλάζιες θάλασσες γίνονται κόκκινες… Ψαροκάικα μετατρέπονται σε πολεμικά σκάφη. Οι ψαράδες σε ναυμάχους. Τι παράξενο; Φωτιές παντού στη θάλασσα. Ως επί το πλείστον από τα καράβια του εχθρού.
Η καρδιά τρελαίνεται. Χορεύει στα σωθικά με ξέφρενο ρυθμό. Λες και θέλει να πεταχτεί έξω και να κραυγάσει τον ενθουσιασμό και τη συγκίνησή της. Ακόμη και στις μαύρες εικόνες – Μεσολόγγι, Χίος, Μανιάκι… – το φυλλοκάρδι τρέμει το αφιλότιμο. Αδυνατεί να επιτρέψει στο μυαλό να συγκεντρωθεί. Τα μάτια αρχίζουν να βουρκώνουν. Τόση ανδρεία, τόσο θάρρος, τόση αυταπάρνηση… Το ίδιο και ένα σωρό γυναίκες Μπουμπουλίνα, Μόσχω Τζαβέλα, Δέσπω Μπότση, Ελένη Μπότσαρη…
Τα στήθια έχουν φουσκώσει ήδη από περηφάνια. Το μυαλό έχει παραδοθεί στον ενθουσιασμό της καρδιάς. Δεν προσπαθεί άλλο να δώσει εξηγήσεις για το ανεπανάληπτο αυτό έπος που έκανε την υφήλιο να υποκλιθεί στην ελληνική ψυχή! Υπάρχουν, όμως, εξηγήσεις. Καταρχήν, στην επαναστατική προκήρυξη που κυκλοφόρησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον Φεβράρη του 1821: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Μετά στο συγκλονιστικό σύνθημα της επανάστασης: Ελευθερία ή θάνατος! Στη συνέχεια στις αναφορές των ίδιων των πρωταγωνιστών. «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», μαρτυρεί ο Γέρος του Μωριά. «Όταν σηκώσαμεν την σημαίαν εναντίον της τυραγνίας ξέραμε ότι είναι πολλοί αυτείνοι και μαχητικοί κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα. Εμείς σε ούλα είμαστε αδύνατοι. Όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους, κι αν πεθάνωμεν πεθαίνομεν διά την Πατρίδα μας, διά την Θρησκείαν μας», καταγράφει ο στρατηγός Μακρυγιάννης.
Εξήγηση προσφέρουν και οι σπουδαίοι ποιητές δια των στίχων τους. «Όσοι το χάλκεον χέρι, βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», γράφει ο μεγάλος Κάλβος. «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο», προσθέτει ο τεράστιος Διονύσιος Σολωμός.
Όμως, η σπουδαία Ελληνίδα ιστορικός Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ φροντίζει να προσφέρει μια πιο απλοποιημένη ερμηνεία. «Η ποιότητα νικά πάντοτε την ποσότητα», ανέφερε προχθές, επισημαίνοντας ότι αυτό συνέβη και κατά τους περσικούς πολέμους. Η επανάσταση, πρόσθεσε, ήταν σαν μια μεγάλη πυρκαγιά, που εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη την Ελλάδα. Η φλόγα της ελευθερίας άναψε στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Αυτή ήταν η τεράστια δύναμη!
Αντιστρέφονται οι ρόλοι. Αντί τις σκέψεις να τις αποστέλλει το μυαλό, άρχισε να τις στέλνει η καρδιά: Ελλάδα, ελευθερία, Ελλάδα, ηρωισμός…. Και, όμως, το μυαλό δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Αίφνης αποστέλλει τρεις λέξεις: Σολωμός, ύμνος, διχόνοια… Ακαριαία και μερικούς στίχους: Η Διχόνοια που βαστάει/ ένα σκήπτρο η δολερή/ καθενὸς χαμογελάει/ πάρ’ το, λέγοντας, και σύ…
Το χτυποκάρδι σταμάτησε. Τα μάτια προς στιγμή στέγνωσαν. Ο ενθουσιασμός χάθηκε. Οι εικόνες άλλαξαν. Διαδέχτηκαν από Καποδίστρια, κόμματα (αγγλόφιλο, γαλλόφιλο, ρωσόφιλο), διχασμό… Ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας προικισμένος ηγέτης, ένας αγνός πατριώτης ανέλαβε να δημιουργήσει κράτος από το πουθενά. Χωρίς χρήματα, χωρίς βάσεις, χωρίς καταρτισμένους αξιωματούχους. Πάλεψε και πέτυχε πολλά.
Πριν και πάνω απ’ όλα, ο Καποδίστριας διακρίνετο για την εντιμότητά του. Αξία δυσεύρετη έως και σήμερα στον πολιτικό συρφετό. Χαρακτηριστικό το γεγονός πως όταν παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας για να αναλάβει Κυβερνήτης στην Ελλάδα, ο τσάρος του χορήγησε ισόβια τιμητική σύνταξη 60.000 φράγκων. Ο Καποδίστριας δεν την αποδέχτηκε. Μνημειώδης και η θέση που εξέφρασε αργότερα, ότι «Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν». Άκρως ενδεικτική και η δήλωση του καγκελαρίου της Αυστρίας Μέτερνιχ: «Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας». Και ο Γκαίτε: «Ο Καποδίστριας πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους τόσο τίμιους όσο τίμιος ήταν εκείνος».
Οι εικόνες γίνονται ακόμη πιο θλιβερές. Ναύπλιο, 1831, εκκλησία Αγίου Σπυρίδωνα, μια ντουφεκιά, δυο μαχαιριές, μια δολοφονία… Το τραγικό τέλος ενός σπουδαίου ηγέτη, ως θύμα της ατελείωτης διχόνοιας. Ο μεγάλος Γαλλοελβετός ευεργέτης της Ελλάδας, Ζαν Εινάρ, μονολογώντας σκιαγραφεί το δράμα ενός νεοσύστατου κράτους: «Το λέγω με διπλήν θλίψιν, ο κακούργος όστις εδολοφόνησε τον Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την πατρίδα του».
Ένα δάκρυ έπεσε στο πληκτρολόγιο… Αποτυπώνοντας τη διαχρονική κατάρα που βασανίζει ένα έθνος. Διχόνοια, τις πλείστες φορές προερχόμενη από παρεμβολές ξένων, που ουδόλως ενδιαφέρονται για το συμφέρον της Ελλάδας παρά μόνο για τα δικά τους. Όπως συνέβη και με τη δολοφονία του Καποδίστρια. Δικαιωματικά σήμερα οι καρδιές μας θα βροντοφωνάξουν «Ελλάδα». Αν, όμως, το μυαλό μας διαγράψει την κατάρα της διχόνοιας, ποτέ δεν θα είναι αρκετές οι επέτειοι για να φωτίσουν ένα λαμπρό μέλλον.
Ας κρατήσουμε την έχουσα τεράστια σημασία παρακαταθήκη του Καποδίστρια διότι συνεχίζει να ισχύει: «Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύσει εις την καρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».