Menu Close

Αναρτήσεις

Η αυτοκρατορία του Ερντογάν

Του Χρήστου Ιακώβου, 07 Μαρτίου 2021


Ένα από τα πιο αξιόλογα βιβλία που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια, το οποίο πραγματεύεται την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επί Ερντογάν, είναι αυτό του διευθυντή του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Ινστιτούτο της Ουάσιγκτον για τη Μέση Ανατολή (The Washington Institute for Near East) Σονέρ Τσαγατάυ, «Η αυτοκρατορία του Ερντογάν: Η Τουρκία και η πολιτική της στη Μέση Ανατολή», (Erdogan’s Turkey and the politics of the Middle East, I.B. Tauris, 2019). 

Ο συγγραφέας, Τούρκος στην καταγωγή, εξετάζει τη διεθνή πορεία της Τουρκίας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υπό την ηγεσία του σημερινού προέδρου και πρώην πρωθυπουργού της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πρόκειται για την τρίτη συγγραφική απόπειρα που κάνει με επίκεντρο την πολιτική του Τούρκου ηγέτη. Προηγήθηκαν δύο άλλες, σχετικώς πρόσφατες εκδόσεις, The New Sultan: Erdogan and the crisis of modern Turkey (2017 και The rise of Turkey: the twenty-first century’s first Muslim power.

Ο Τσαγατάυ εξηγεί πώς ο Ερντογάν, τον οποίο περιγράφει ως τον πολιτικό με τη μεγαλύτερη επιρροή στην σύγχρονη Τουρκία, μετά τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, χρησιμοποιεί πολιτικώς το οθωμανικό παρελθόν για να νομιμοποιήσει την υπέρμετρη φιλοδοξία του να μετατρέψει την Τουρκία σε μια ανεξάρτητη και ταυτόχρονα την πιο ισχυρή δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο.

Στο πλαίσιο αυτό, πολύ ευστόχως ο συγγραφέας, επεξηγεί ότι η αντίληψη του Ερντογάν για την οθωμανική κληρονομιά της Τουρκίας είναι περισσότερο φανταστική και φαντασιακή παρά πραγματική. Υπενθυμίζει εμφαντικώς ότι η απόφαση του Ερντογάν να απομακρυνθεί από τη Δύση και να αναπτύξει στενότερους δεσμούς με το Ιράν και συντηρητικές ή ακραίες ομάδες που ταυτίζονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, έχει ελάχιστη πραγματική ιστορική βάση. Το ίδιο ισχύει επίσης με τους ισλαμικούς ευσεβοποθισμούς του ως προς την εγχώρια ατζέντα. Κατά καιρούς, οι Οθωμανοί σουλτάνοι αγκάλιασαν δυτικές ιδέες και αξίες, που οδήγησαν σε σημαντικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, ανανεώνοντας την αυτοκρατορία. Επίσης, Οθωμανοί σουλτάνοι ανέπτυξαν συμμαχίες με μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, μερικές φορές μάλιστα πολέμησαν μαζί κοινούς εχθρούς.

Στην ανάλυση του Τσαγατάυ δεν διαφεύγει και η γεωπολιτική διάσταση του παράγοντα Ρωσία. Από το 2016, η «Αυτοκρατορία του Ερντογάν» βασίστηκε στις γενναιόδωρες χάρες της Ρωσίας για να διεισδύσει στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Υπενθυμίζεται ότι παρόμοια διείσδυση επεχειρήθη ανεπιτυχώς και τη δεκαετία του 1990 από τους Κεμαλικούς. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την οθωμανική περίοδο, όταν η Ρωσία θεωρούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τον «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης», την οποία ήθελε να διαμελίσει.

Σημαντικό είναι το κεφάλαιο που περιγράφει τη φύση των επιχειρηματικών και πολιτικών δεσμών της Τουρκίας καθώς και των επενδύσεων σε υποδομές σε μέρη τόσο μακριά όσο η υποσαχάρια και η Ανατολική Αφρική καθώς και η Κεντρική Ασία. Η ανάλυσή του μπαίνει σε βάθος καθώς προσφέρει το ιστορικό τους πλαίσιο και την τρέχουσα γεωπολιτική σημασία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου στο παιχνίδι είναι οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί μεταξύ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου και των μοναρχιών του Κόλπου από τη μία πλευρά και της Τουρκίας και του Κατάρ από την άλλη.

Σε όλο το βιβλίο ο τούρκος ερευνητής αποφεύγει τη χρήση του όρου «νεο-Οθωμανισμός». Παρόλο που αυτό φαίνεται να είναι λογικό – ο όρος είναι ελάχιστα προσδιορισμένος και σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα από διαφορετικούς χρήστες. Θεωρώ ότι ο όρος «αυτοκρατορία του Ερντογάν» είναι επίσης προβληματικός γιατί αποδίδει στον Ερντογάν μεγάλη πίστωση γι’ αυτό ο Τσαγατάυ υποχρεούται να αναφέρεται συχνά στον Αχμέτ Νταβούτογλου προκειμένου να εξηγήσει τα στρατηγικά θεμέλια των διεθνών προοπτικών της Τουρκίας.

Η πιο σημαντική εσωτερική εξέλιξη στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια ήταν η απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016. Ο Τσαγατάυ επεξηγεί ότι οι δυτικές χώρες χρειάστηκαν μέρες, αν όχι εβδομάδες, για να καταδικάσουν την απόπειρα πραξικοπήματος και να δείξουν αλληλεγγύη στον Ερντογάν. Ωστόσο, η καταδίκη της Ρωσίας ήταν γρήγορη, με τον Βλαντιμίρ Πούτιν να είναι ο πρώτος διεθνώς ηγέτης που τηλεφώνησε στον Ερντογάν στις 17 Ιουλίου (ο Ομπάμα δεν πήρε το τηλέφωνο μέχρι τις 19). Ο Τσαγατάυ ισχυρίζεται ότι αυτό ενίσχυσε τις αρνητικές υποψίες του Ερντογάν για τη Δύση και επιτάχυνε την απόφαση για τη δημιουργία ισχυρότερων δεσμών με τη Μόσχα. Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι στη σκέψη του Ερντογάν, επικρατεί ότι η Δύση εγκατέλειψε την Τουρκία όταν ο ίδιος βρέθηκε σε κίνδυνο. Αντιθέτως, με όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας, στην πραγματικότητα η απόπειρα πραξικοπήματος απορρίφθηκε ταχύτατα και απότομα από τη Δύση. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ των θέσεων της Ρωσίας και της Δύσης ήταν ότι οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ εξέφρασαν αλληλεγγύη προς την κυρίαρχη κυβέρνηση και τη δημοκρατική διαδικασία, η οποία κατ’ επέκταση περιελάμβανε τον Ερντογάν. Η υποστήριξη της Μόσχας απευθύνθηκε στον Ερντογάν προσωπικά, κάτι που για έναν αυταρχικό πολιτικό ήταν μια σημαντική διάκριση.

Παρόλες τις διαφωνίες που διατηρώ για το βιβλίο, πιστεύω ότι ο Τσαγατάυ έχει αποτυπώσει συγγραφικώς μία αξιόλογη έρευνα για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Προσφέρει βαθιές αναλύσεις για τον ρόλο της Τουρκίας όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Κεντρική Ασία, στην Αφρική, στον Καύκασο καθώς και το ιστορικό πλαίσιο της εξέλιξης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας υπό τον Ερντογάν.

Posted in Politics, Από Φιλελεύθερο, Ιστορία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *