Menu Close

Αναρτήσεις

Ενόσω δεν πηγαίνεις στο μέρος όπου σε παίρνει η καρδιά σου

ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 10/06/2021

Πού είναι που θα πήγαινες στο μέρος στο οποίο σε παίρνει η καρδιά σου; Δεν πήγες. Δεν μπόρεσες να πας. Ξέρω ότι ξεκίνησες, όμως γύρισες πίσω στα μισά του δρόμου. Σε ρώτησα «γιατί γύρισες πίσω». «Δεν θέλω να γίνω Δον Κιχώτης», μου είπες. Πολύ κρίμα. Μερικά απειλητικά τηλεφωνήματα. Μερικές απειλητικές επιστολές. Ήσουν άνθρωπος να ηττηθείς απ’ αυτά εσύ; Ενώ ήθελες να πας στο μέρος όπου σε έπαιρνε η καρδιά σου, ξαφνικά βρέθηκες στο μέρος που σε πήρε ο φόβος σου. Τότε εγώ είχα συλληφθεί επειδή «είμαι οπαδός των Ελληνοκυπρίων». Κουνούσε το σπαθί του πάνω από το κεφάλι μας ο στρατηγός στον οποίο είπα «σήκω φύγε από την πατρίδα μου». Πάλι ήταν καλοκαίρι. Πάλι ήταν Ιούλιος μήνας. Πάλι τον είχε πιάσει η τρέλα. Ο Κουτλού Ανταλί είχε δολοφονηθεί στις 6 Ιουλίου. Μετά από τέσσερα χρόνια συνέλαβαν εμένα στις 7 Ιουλίου. Στις τηλεοράσεις μετέδιδαν κάθε βράδυ το τραγούδι «Συνδέσαμε δρόμο από την Κερύνεια στην Ανατολία». Και ένας ταβερνιάρης, που ήταν στενός μου φίλος, μου διηγείτο τις παλιές αναμνήσεις του από την οργάνωση. «Πήρα το κομμένο ελληνοκυπριακό κεφάλι που ήταν στη σακούλα και το πέταξα στα πόδια του Ντενκτάς», έλεγε. Δεν πίστευα στα αφτιά μου, ακούγοντάς τον ανατρίχιασα. Έκαναν βόλτες μπροστά από την ταβέρνα οι άνδρες που μας ακολουθούσαν και νόμιζα ότι ήταν ένοπλοι. Υπήρχαν βράδια που σκεφτόμουν πότε θα άνοιγαν πυρ εναντίον μας.

Με αποκαλούσες Δον Κιχώτη. Όχι φίλε μου. Δεν είμαι Δον Κιχώτης. Απλώς πήγα στο μέρος όπου με πήρε η καρδιά μου. Η σιχαμερή καρδιά. Ακούει καθόλου; Αν θέλετε ρωτήστε τον φίλο μου που μας τραγουδούσε ρεμπέτικα παίζοντας μπουζούκι στην πεδιάδα της Μοσφίλιας ένα πολύ σκοτεινό βράδυ. Άκουγα το τραγούδι του κοιτάζοντας τα αστέρια της σκοτεινής βραδιάς:

«Καίγομαι, καίγομαι

Ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά

Πνίγομαι, πνίγομαι

Πέτα με σε θάλασσα βαθιά».

Αχ Μαρίκα! Να ήξερες πόσοι σε αυτόν τον κόσμο νοσταλγούν μιαν κηδεία σαν τη δική σου. Έστω και αν ματώνει η καρδιά μας, να φύγουμε από το νεκροταφείο αυτό χορεύοντας, όχι κλαίγοντας.

Όπως μείναμε στριμωγμένοι στα δύο μισά της μοιρασμένης πατρίδας μας, μείναμε στριμωγμένοι και ανάμεσα σε δύο αιώνες. Δεν μπορέσαμε να μεταφέρουμε σε αυτόν τον αιώνα τους καβγάδες μας που έμειναν μισοί στον περασμένο αιώνα. Τότε δεν έκαναν γιορτές στο Τείχος του Βερολίνου. Αλλά εμείς κάναμε Κατακλυσμό εδώ στη σκιά του Βαρωσιού. Χορέψαμε και τραγουδήσαμε στην παραλία, ενώ τα δέντρα ξεπρόβαλλαν από τις στέγες, τα φίδια σφύριζαν και οι αγνοούμενοί μας περιμένουν ακόμα να τους βρούμε. Θυμηθήκαμε τις παλιές ήρεμες μέρες μας. Όμως, μην τυχόν και μου μιλήσεις γι’ αυτές. Δεν θέλω να ακούσω. Μήπως είναι τέχνη να ζεις αδελφικά και ήρεμα κάτω από τη σημαία του Άγγλου αποικιοκράτη; Πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει κάποιος ξένος πάνω στο κεφάλι μας για να ζούμε με ηρεμία και ειρήνη; Διηγήσου μου και πώς πιάσαμε ο ένας τον άλλον από τον λαιμό εδώ όταν εκείνοι οι αποικιοκράτες μας χάρισαν μια ελλιπή ανεξαρτησία και έφυγαν. Πώς ρίχναμε σφαίρες ο ένας στον άλλον από τις πολεμίστρες. Μήπως εμείς δεν θα καταφέρουμε ποτέ να φτιάξουμε το σπίτι μας; Πρέπει σώνει και καλά να υπάρχει κάποιος ξένος πάνω στο κεφάλι μας;

Είναι η μειοψηφία και όχι η πλειοψηφία σε αυτό το νησί εκείνοι που πηγαίνουν στο μέρος που τους παίρνει η καρδιά τους. «Δεν είναι περισσότεροι από τα δάχτυλα του ενός χεριού» λένε κάποτε γι’ αυτούς. Και μάλιστα αν και γνωρίζουν πως είναι πάντα η μειοψηφία όλοι οι επιστήμονες που υπήρξαν, όλοι οι συγγραφείς και καλλιτέχνες. Αν σήμερα είμαστε σε αυτό το χάλι στην πατρίδα μας. Αν δεν μπορέσαμε ακόμα να γκρεμίσουμε το τείχος που υπάρχει ανάμεσά μας εδώ και 47 χρόνια. Αν δεν μπορέσαμε να σώσουμε το Βαρώσι από τα φίδια εδώ και 47 χρόνια. Αν ακόμα πηγαινοερχόμαστε από το ένα στο άλλο μισό σαν να πηγαίνουμε στο εξωτερικό. Αν ακόμα ο κατακτητής γυρίζει πάνω από το κεφάλι μας παίζοντας τύμπανα πολέμου. Ξέρετε γιατί συμβαίνουν αυτά; Επειδή δεν πήγαμε στο μέρος όπου μας παίρνει η καρδιά μας. «Ενωθείτε όλοι οι Κύπριοι», μας λέει η καρδιάς μας. Δεν μπορούμε να ενωθούμε. Ακόμα και στις κοινές εκδηλώσεις που νομίζουμε ότι ενωνόμαστε, χωρίζουμε δυστυχώς. Ακόμα και αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε. Είμαστε μια κοινότητα που απορρίπτει το μυαλό που θέλει η καρδιά της. Μήπως είμαστε πολύ άμυαλοι;

Şener Levent

Posted in By Cyclamen

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *