«Όταν τελικά, έγινε και επίσημα γνωστό, ότι οι Άγγλοι είχαν σκοτώσει τον Γρηγόρη, κάλεσαν τον πατέρα μου για αναγνώριση. Μαζί με τον πατέρα μου, πήγε και ο δικηγόρος ο Τριανταφυλλίδης. Ένας Άγγλος γιατρός συνόδευσε τον πατέρα μου μέσα, διότι το θέαμα ενός απανθρακωμένου πτώματος ήταν αποτρόπαιο και οι Άγγλοι φοβούνταν μήπως καταρρεύσει. Ο πατέρας μου, όμως, μπήκε ατάραχος μέσα και βγήκε μʼ ένα πλατύ χαμόγελο… Μόλις, όμως, μπήκε στο αυτοκίνητο, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Τριανταφυλλίδης τότε του είπε: «Κλαις για έναν ξένο; Όταν βγήκες γελούσες, άρα ο Γρηγόρης ξέφυγε». «Δεν ξέφυγε», απάντησε ο πατέρας μου. «Ο Γρηγόρης ήταν μέσα νεκρός, αλλά δεν ήθελα να δώσω στα σκυλιά τους Άγγλους, τη χαρά να με βλέπουν να πονώ».
Η συγκλονιστική μαρτυρία της αδελφής του Σταυραετού. Ανεξίτηλη σφραγίδα της λεβεντιάς μιας γενιάς, όταν η φλόγα θέριευε στις καρδιές των ανθρώπων. Από τον πόθο και το πάθος για ελευθερία. Ο τραγικός πατέρας, έπνιξε τον πόνο του χαμού του παλληκαριού του. Και ας ήταν μόλις 29 χρόνων.
Και η μάνα; Με με απαράμιλλο σθένος, που θυμίζει αρχαία Σπαρτιάτισσα, εμπνέεται στίχους αντάξιους του ήρωα γιου στο πρώτο μνημόσυνό του. «Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει/ προσβάλλει τον λεβέντη της, τζιείνον που θ’ απολάψει/ Χαλάλιν της Πατρίδας μου ο γιος μου, η ζωή μου/ τζι αφού εν επαραδόθηκεν/ τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν/ ας έσιει την ευτζιήν μου».
Αυτή ήταν η Κύπρος πριν από 64 χρόνια. Πώς την καταντήσαμε; Πώς προλάβαμε να την καταντήσουμε έτσι; Πού θάψαμε τις αξίες και δεν φαίνονται; Από ποιο γκρεμό πετάξαμε τα ιδανικά; Πού χάθηκε το φως; Πώς βυθιστήκαμε στο απέραντο σκοτάδι; Πώς τολμήσαμε να διαγράψουμε με τόσο ντροπιαστικό τρόπο τέτοια δόξα και τόσο ηρωισμό;
Οι στίχοι του ανυπέρβλητου Γιάννη Ρίτσου, άκρως παραστατικοί: «Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα… Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτό το πέτρινο τούνελ, που η έξοδός του είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου». Εκείνη η μέρα ήταν διαφορετική. Χωρίς φεγγάρι όταν άρχισε η επιχείρηση των Άγγλων. Είχε κρυφτεί. Το ίδιο και τα αστέρια. Δεν είχαν την δύναμη να αντέξουν την βαρύγδουπη θυσία… Μέχρι το μεσημέρι όταν ολοκληρώθηκε το αιώνιο όνειδος μιας ατιμασμένης αυτοκρατορίας, είχε εξαφανιστεί και ο ήλιος. Δεν άντεξε ούτε εκείνος την ακτινοβολία της πύρινης ψυχής…
Ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών, Παπαντώνης Ερωτοκρίτου, καταγράφει στο βιβλίο του μιαν ανατριχιαστική μαρτυρία. «Εντύπωση μου έκαμεν ο νεκρός του Αυξεντίου, ο άνθρωπος που με συνόδευε από την Εκκλησίαν προς το κοιμητήριον, μου είπεν αγγλικά, νόου φέιζ, δεν έχει πρόσωπο… Ο γέρων Αυξεντίου μου είπε ότι διεπίστωσε την ταυτότητα του υιού του από την μεγάλη κάμψη που είχε το τέλμα του ποδιού του. Το ένα του έδειξαν, γιατί το άλλο ήταν κομμένο».
Νόου φέιζ, ένα πόδι κομμένο, πολτοποιημένο σώμα. Αδιάψευστη μαρτυρία της φρίκης. Αλλά και του ξεπεσμού και της καταισχύνης μιας υπερδύναμης. Έκαψαν το σώμα του Αετού. Ξέχασαν, όμως, στον πανικό τους την ψυχή. Οι φλόγες τύλιγαν το σπήλαιο, που έμελε να μετατραπεί σε εθνική κιβωτό των αξιών και των ιδανικών της Ιστορίας ενός νησιού. Δεν πρόσεξαν, όμως, οι στυγνοί εγκληματίες της βασίλισσας ότι την ίδια εκείνη στιγμή άνθιζαν οι αμυγδαλιές του Μαχαιρά. Γιόρταζαν βλέποντας την ψυχή του λεβεντονιού να ίπταται του βουνού. Άφθαρτη, αγέρωχη, υπερήφανη. Ξεκινούσε το ταξίδι για το χρυσοποίκιλτο παλάτι της αθανασίας.
Ακόμη και οι ποιητές, οι πιο σπουδαίοι, αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν το μεγαλείο του Σταυραετού. Ο τεράστιος Μόντης μονολογεί: «Δε γίνουνται σήμερα αυτά τα πράγματα, Γρηγόρη/ Αυτά τα παράτησε ο κόσμος/ χιλιάδες χρόνια τώρα/ και τ᾽ αφυδάτωσε και τα ταρίχεψε/ και τα ᾽κανε παραμύθια/ για τ᾽ αναγνωστικά των παιδιών/ γιατί αρέσουν στα παιδιά οι Θερμοπύλες/ και τα «υπό σκιάν» και τα «μολών λαβέ»/ Δεν τα ᾽βαναν για να τα επαναλαμβάνουμε».
Τόσο προφητικά οι στίχοι προϊδεάζουν για την τραγική συνέχεια. Για τον εκμαυλισμό των επόμενων γενιών. Για το ξεστράτισμα από τη λεωφόρο της περηφάνιας στο κακοτράχαλο μονοπάτι της ατίμωσης. Για τη διολίσθηση από την κορυφή των ιδανικών στον γκρεμό της διαφθοράς και της απληστίας. Το τιτάνιο εκείνο «μολών λαβέ» προκάλεσε ένα ορμητικό και ασυγκράτητο ωστικό κύμα, που διάχυσε με περηφάνια το όνομα της μικρής Κύπρου στα πέρατα της γης. Σήμερα διαχέονται μόνο ατιμωτικά μηνύματα τύπου «this is Cyprus», που διασύρουν τη μικρή αλλά τόσο λατρεμένη πατρίδα.
Χρόνια τώρα, τέτοια μέρα, σου ζητώ να μην ανοίξεις τα φτερά σου πάνω από τον τόπο μας, Σταυραετέ. Σήμερα, δεν θα το κάνω. Δεν θα σου ζητήσω συγγνώμη. Δεν θα απολογηθώ για το κατάντημα των πολιτικών νάνων. Ούτε για την απάθεια και την ανοχή της κοινωνίας.
Σήμερα, θα σε θερμοπαρακαλέσω, Γρηγόρη. Ζήτα ακρόαση Θεού. Ζήτα του μια άδεια. Να φύγεις από το Πάνθεον των Αθανάτων. Να έρθεις λίγο καιρό εδώ. Να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε εκείνο, που ξανά τόσο προφητικά, καλούσε ο Μόντης: «Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου να καθαρίσουμε το δικό μας, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου να μπολιάσουμε το δικό μας».
Εμείς δεν μπορούμε. Τελεσίδικα, δεν έχουμε τη δύναμη να αναρριχηθούμε ξανά. Εκεί που βουλιάξαμε, εγκλωβιστήκαμε στην απελπισία. Βυθιστήκαμε στο σκοτάδι. Η φλόγα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας έσβησε. Απέμειναν λίγοι ρομαντικοί να σπαράζουν αργοπεθαίνοντας… Δώσε το χέρι και τράβα μας από το βούρκο… Σώσε, τουλάχιστον, τους νέους… Δεν έχουμε άλλη ελπίδα…