Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ της Αρχιεπισκοπής να προχωρήσει παράνομα και να κατεδαφίσει τέσσερις διατηρητέες οικοδομές, δίπλα από τον υπό ανέγερση Καθεδρικό Ναό, έχει προκαλέσει -φυσιολογικά, αναμενόμενα- πολλές αντιδράσεις στην κοινωνία. Από το αρμόδιο υπουργείο και τις υπηρεσίες του, τον Δήμο Λευκωσίας, τα κόμματα μέχρι και επαγγελματικούς φορείς, όλοι αντιδρούν. Αντιδρούν και οι πολίτες, οι οποίοι μάλιστα ζητούν αυτή η ενέργεια να έχει και κόστος για όσους αποφάσισαν την κατεδάφιση. Παρέμβαση στο θέμα έκανε και ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος απέστειλε επιστολές για το θέμα της κατεδάφισης προς τον υπουργό Εσωτερικών και τον δήμαρχο Λευκωσίας ζητώντας ενημέρωση, χαρακτηρίζοντας την εξέλιξη αυτή ως πολύ σοβαρή. Προφανώς όταν ενημερωθεί θα αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρήσει σε δικές του ενέργειες. Αν και θεωρούμε την περίπτωση ξεκάθαρη και θα έπρεπε ήδη να είχε προβεί σε ενέργειες. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.
ΟΙ ισχυρισμοί ότι η κατεδάφιση έγινε για λόγους επικινδυνότητας δεν φαίνεται να ευσταθεί, όπως συναφώς σημειώνουν και οι ειδικοί, που έχουν κάνει και επί τόπου έλεγχο. Το γεγονός ότι η Αρχιεπισκοπή έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να αποκαταστήσει τα κτήρια στην προτεραία τους κατάσταση είναι θετικό, αν και αυτό είναι υποχρέωσή της, σύμφωνα με τον νόμο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κίνηση καλής θέλησης καθώς υποχρεούται να πράξει τούτο εκ του νόμου. Προφανώς και η εκ των υστέρων τοποθέτηση της Αρχιεπισκοπής είναι αποτέλεσμα των αντιδράσεων που καταγράφηκαν. Η πίεση από τις αντιδράσεις ήταν και συνεχίζει να είναι μεγάλη. Ενδεχομένως εάν το θέμα «περνούσε» χωρίς αντιδράσεις, η κατεδάφιση γινόταν στα «μουλωχτά», προφανώς και ο χώρος θα γινόταν οικόπεδα και δεν θα τίθετο θέμα αποκατάστασης.
ΕΙΝΑΙ, συνεπώς, σαφές πως προτεραιότητα αποτελεί η αποκατάσταση, δηλαδή η επανακατασκευή των τεσσάρων οικοδομών. Την ίδια ώρα, υπάρχει και η ποινική πτυχή. Στον νόμο «περί ρύθμισης οδών και οικοδομών», προβλέπεται πως κάποιος, ο οποίος διαπράττει αδίκημα, μπορεί να καταδικαστεί σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και τις δύο ποινές μαζί και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και τις δύο ποινές μαζί. Συνεπώς, ο νόμος είναι ξεκάθαρος, το ζητούμενο είναι να εφαρμοστεί.
ΤΟ θέμα είναι πολύ σοβαρό και ας μην επιχειρούν κάποιοι να το υποβαθμίσουν. Μια τέτοια ενέργεια όταν γίνεται από την Αρχιεπισκοπή είναι ακόμη πιο σοβαρή και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ό,τι προβλέπει ο νόμος να ισχύσει. Και είναι θετικό, που καταγράφεται μια ομόφωνη αντίδραση, αντιμετώπιση της Κυβέρνησης και της μεγάλης πλειοψηφίας των κομμάτων. Την ίδια ώρα, θα πρέπει να επισημανθεί, πως ένας λαός για να επιβιώσει θα πρέπει να σέβεται, να προστατεύει τον πολιτισμό του, την ιστορία του. Ένας λαός μπορεί να προχωρήσει όταν δεν θυσιάζει τον πολιτισμό του στον βωμό του κέρδους, της «ανορθόδοξης ανάπτυξης». Αυτό που έγινε στον ευρύτερο χώρο της Αρχιεπισκοπής, είναι όπως συναφώς ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΕΤΕΚ Κωνσταντίνος Κωνσταντή, ασέλγεια στο σώμα του πολιτισμού.