Του Ζήνωνα Σιερεπεκλή, 30 Μαρτίου 2021
Μιριά τους δερν’ ου θάνατους, μιριά τους δέρν΄ου χάρους
Το ήθος είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία που διαμόρφωσαν το μεγαλειώδες πρόσωπο της επανάστασης του 1821, αλλά και όλων των άλλων του ελληνισμού όπου γης, με τελευταία μεγάλη αναλαμπή, αυτήν του 1955 του κυπριακού αγώνα, για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Το αγωνιστικό ήθος αποτελεί ίσως το σημαντικότερο από όλα τα όπλα που διέταξε ο ελληνισμός στα πολλαπλά ανορθωτικά του μέγαθλα για αυτοδιάθεση και κυριαρχία.
Εννοείται βεβαίως το ήθος του αγωνιστή, το ήθος ως στάση ενδογενής (από εσωτερική παρόρμηση) προς το δίκαιο. Μιλώ για το ήθος που στην ακραία του μορφή φαντάζει σαν υπερβολή, σαν παράνοια. Το ήθος που συνθέτει το πρόσωπο του ήρωα, του «κλέφτη» και του αντάρτη. Του Διάκου, της Λένως Μπότσαρη, του Καζαβέρνη, του Αυξεντίου, του Μάτση, του Παλληκαρίδη.
Αναφέρομαι ως εκ τούτου στο ήθος που χαλυβδώθηκε ως κώδικας άκαμπτης συμπεριφοράς απέναντι στον κατακτητή, ως στάση απόλυτου αξιακού περιεχομένου. Στο ήθος που συμπυκνώνει ένα πλήρες σύστημα αξιών, του οποίου συνιστώσες είναι η ιστορική συνέχεια ως η δρώσα δύναμη του έθνους. Είναι το ήθος που μέσω της συλλογικής μνήμης, άγραφης ή γραπτής, ρητώς συμβάλλει στην αυτοσυνειδησία αλλά και στο κοινό, πάνδημο συνειδέναι. Του ήθους τούτου βεβαίως η αρχή, ανιχνεύεται στους πανάρχαιους χρόνους, από τότε δηλαδή που υπάρχει ελληνική αυτεπίγνωση. Καταγραμμένο στην ελληνική γλώσσα έχει εμβέλεια που πάει πολύ πιο πίσω από την ελληνική αλφαβήτα, χάρη στον μεγάλο προφορικό πολιτισμό που προηγήθηκε. Κρητικό και χερσαίο. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος και οι προσωκρατικοί αυτόν τον πριν πολιτισμό απομνημόνευσαν.
Ως αδιάψευστο τεκμήριο της διάρκειας του ιστορικού υποκειμένου που ονομάζεται ελληνισμός, το αγωνιστικό ήθος, διατρέχει τον ημέτερο τρόπο από τα τρίσβαθα των αιώνων, ακόμα και πριν τον Αχιλλέα, τον Αίαντα ή τον Διομήδη. Η όλη ελληνική μυθολογία διαπερνά όπως ο νωτιαίος μυελός την σπονδυλική στήλη, την ελληνική ιστορία από την εποχή του χαλκού μέχρι τις έσχατες εθνικές αντιστάσεις και επαναστάσεις που οροθετούνται στο μεγαλειώδες έπος του Σαράντα, στην μετέπειτα Εθνική Αντίσταση και τελευταία στην ηρωική εξέγερση του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση.
Γράφω ως εκ τούτου για το εμπράγματο ηθικό ανάστημα της επανάστασης που στη πραγματικότητα είναι το κοινό ήθος του κάθε επαναστάτη ξεχωριστά αλλά και όλων μαζί ως πρωταγωνιστών του ιστορικού γίγνεσθαι. Διότι χωρίς επαναστάτες επανάσταση δεν νοείται. Αποκαλυπτικότατο μέσο επαλήθευσης των λεχθέντων είναι η λαϊκή ποίηση που συνοδεύει κάθε ελληνική εξέγερση διαρκώς, κατά της οθωμανικής σκλαβιάς. Ο λαϊκός ποιητής, σαρξ εκ της σαρκός και φως εκ φωτός του λαού, συμπυκνώνει στον στίχο του τον πανάρχαιο παλμό που ρυθμίζει το νου και τη συνείδηση του Έλληνα μαχητή. Δεν υπάρχει παράδειγμα ποιητικού σχηματισμού στο χώρο της ηρωικής δημοτικής ποίησης στο οποίο να μην υπάρχει συμπυκνωμένη ως απόσταγμα, ήθους η ηρωική μορφή του επαναστάτη.
Όσο ‘ον’ ο Τσέλιος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει
Το περιεχόμενο της εν λόγω ποίησης δεν είναι το ίδιο με της ακριτικής έστω και αν αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της, έστω και αν εμπνέεται απο αυτήν. Διότι άλλες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες εκφράζει. Στη νεότερη ηρωική δημοτική ποίηση το υποκείμενο είναι πάντοτε το πρόσωπο. Τα κλέφτικα τραγούδια συνεχίζουν μεν την μακράν προφορική παράδοση που έχει τις ρίζες της στα βυζαντινά χρόνια, την συνεχίζουν όμως με νέους όρους. Ο μετασχηματισμός ή η μετάβαση από το ένα στο άλλο ηρωικού περιεχομένου μόρφωμα, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα που στηρίζεται σε πραγματικά ονόματα και σε αληθή γεγονότα. Δεν αναφέρονται τα ηρωικά τραγούδια σε φαντασιακά γεγονότα αλλά σε τρέχοντα, σύγχρονα του στιχουργού. Μακριά από δράκοντες, χάροντες και μαρμαρένια αλώνια. Οι ήρωες δεν αποτελούν φαντασιακές μορφές αλλά ένσαρκες ζώσες και ζωντανές προσωπικότητες του αγώνα.
Σ’ ούλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλον τον κόσμο ήλιος
Στα ριζοβούνια του Λοινού πολύ σκοτιδιασμένα
Καν οχ τα χιόνια τα πολλά, καν οχ τα χιόνια κακοσάλια
Τον Δελιγι’ωργη εκείσανε πέντε χιλιάδες Τούρκοι.
Γι’ αυτό και στο κλέφτικο τραγούδι, η αντίληψη για το πρόσωπο διατυπώνει όλη την ουσία και το περιεχόμενο των πιομάτων, τα οποία αποτελούν και αυτά σύνεργα του ένοπλου αγώνα, είναι με λίγα λόγια όπλα και αυτά στο μεγάλο οπλοστάσιο της επανάστασης. Μόνο που είναι όπλα στον τομέα της ψυχολογίας και του ηθικού. Πρόκειται για τραγούδια ήθους αφού σε ήθος αναφέρονται, με ήθος είναι φορτισμένα και σε ήθος αποβλέπουν. Είναι δηλαδή την ίδια στιγμή εργαλεία για εμψύχωση αλλά και φοριαμοί αρετής, της πολεμικής αρετής των Ελλήνων. Την αρετή που πρώτος τραγούδησε στα άφθαστα τέχνεργα του ο αρχηγέτης του Ελληνικού τρόπου, ο αρχετυπικός μας πρόλογος, ο Όμηρος.
Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης
Στη δημοτική ποίηση της κλεφτουριάς του ’21 συμπυκνώνεται διακαώς το ελληνικό επαναστατικό ήθος του προσώπου του αγωνιστή και όχι αυτής τούτης της ιδιομορφίας της επανάστασης (του εθνικοαπελευθερωτικού της χαρακτήρα). Ο στίχος του κλέφτικου δεν έχει σκοπό να αναλύσει ή να συνθέσει την στρατηγική της επανάστασης και τον πολιτικό της στόχο. Άλλης εμβέλειας είναι. Να αναδείξει το εγώ του ήρωα, το προσωπικό θάρρος, την αυταπάρνηση, που όλα μαζί συναποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ προαπαιτούμενα για τον υπερβατικό, αιματηρό αγώνα.
Πασιά ‘χει ο Τσέλιος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι.
Στο κλέφτικο δεν θα βρεις στίχους για την ανεξαρτησία, για την λαϊκή κυριαρχία, για το κράτος και τα πολιτικά δικαιώματα. Θα βρεις μόνο πρότυπα που αναδεικνύουν το ηρωικό ήθος, την προσωπική ανδρεία, το υπαρξιακό πάθος και την αλαζονεία. Ένα υπερτροφικό εγώ δεσμεύει τον δημοτικό στίχο του κλέφτικου τραγουδιού, ενός εγώ απαραίτητου και απόλυτου, όσο απόλυτος είναι ο θάνατος του παλληκαριού, ο οποίος υπονοείται χωρίς να δηλώνεται.
Εγώ δεν ρίχνω τ’ άρματα και δεν τα παραδίδω
‘γώ ‘μ΄ο Γιαννάκης του
Σταθή, γαμπρός του
Μπουκοβάλα
Το πως τα ρίχνουν τ’ άρματα και πως τα παραδίδουν
Το περιεχόμενο του ηρωικού ποιήματος της επανάστασης συνθέτουν ελάχιστα. Όση είναι η λιτότητα του περιεχομένου, προς την αντίθετη κατεύθυνση είναι ο πλούτος της αισθητικής ανάτασης που προκαλούν. Το βασικό σχήμα που ρυθμίζει την τυπολογία είναι απλό. Η αντίδραση-αντίσταση στην τουρκική επιβουλή.
Δύο πρόσωπα, κατά κανόνα, οριοθετούν ένα διάλογο στον οποίο ο ήρωας και ο αντίμαχος, εκπρόσωπος της οθωμανικής κατοχής, αντιπαραθέτουν τον λόγο τους. Η πρόκληση και η απάντηση. Στο αφηγηματικό μοντέλο η ιστορία είναι ελάχιστη. Ύστερα από μια βραχέα εισαγωγή, ο στίχος επικεντρώνεται στην αποφασιστική στιγμή (που αποτελεί και το punctum) της όλης σύνθεσης. Είναι η -κατά κανόνα- στιγμή όπου κορυφώνεται το ακραίο δίλημμα μεταξύ ελευθερίας ή θανάτου, «θανάτου» ή «ελευθερίας». Ελευθερίας προς την αθανασία ή «ελευθερίας» προς την ταπείνωση και τον εξευτελισμό.
Εγώ τούρκα δεν γίνομαι, τζαμί να προσκυνήσω
Κάλλιο να δω το γαίμα μου στη γη να κοκκινήσει
Παρά να δω τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.
Η στάση του παλληκαριού είναι στάση αντίστασης. Μιας αντίστασης που δεν υπαγορεύεται από εξωτερικούς παράγοντες παρά μόνο από την εσωτερική φλόγα που καίει την συνείδηση του, η οποία είναι απολύτως ταυτισμένη με την ιδέα ότι υπερασπίζεται κάτι αυτονόητο και αναγκαίο, κάτι τόσο φυσικό και ζωτικό όπως το δικαίωμα στην αναπνοή. Το οξυγόνο του ήρωα, που με ελεύθερη συγκατάθεση αποφασίζει να θυσιαστεί για τους άλλους, συνίσταται από μια και μόνο ουσία. Την ελευθερία.
Κόψετε το κεφάλι μου να μην το κόψουν τούρκοι.
Ιγώ‘μαι Γιάννης του Παπά και του Παπά Νικόλα
Εγώ είμαι Νάπλι ξακουστό, στον κόσμο παινεμένο
Εγώ δεν είμαι νιόνυφη να βγώ να προσκυνήσω
Εγώ ‘μ’ ο Χρήστος ξακουστός, ο Χρήστος ξακουσμένος
Εγώ τούρκους δεν σκιάζομαι, κονιάρους δε φοβάμαι
Τον ήρωα, χαρακτηρίζει μια απολυτότητα εγωιστική, άκαμπτη και αλαζονική – η ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερα-. Το εγώ, ατράνταχτο, υπέροχο και υπέρ πάντων (αφού για τους άλλους αυτοθυσιάζεται) υπαγορεύεται από όλα μαζί τα εγώ των υπολοίπων μελών της κοινότητας. Αρνητής κάθε μορφής καταπίεσης, κάθε εντολής εξόν της συνειδήσεως του, όταν υπερβάλλει το εγώ του, στην ουσία δεν εκφράζει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το πάθος του για την ελευθερία. Αυτή η ισχυρή βούληση του, το γνωρίζει όσο κανείς, η απόφαση του δηλαδή να θυσιαστεί, εμπεριέχει ταυτόχρονα και τη δέσμευση να θυσιάσει. Αυτή είναι και η τραγική του μοίρα, η προσωπική, που όταν γίνεται συλλογική μετατρέπεται συχνά σε τραγωδία. Την τραγωδία του εμφυλίου.
….
Κι ατήνος βγαίνω στα βουνά, βγαίνω και πολεμάω.
Ο επαναστάτης, ο άνθρωπος της θυσίας (εαυτού και των άλλων) είναι πεπεισμένος από την ίδια τη ζωή ότι ο νόμος αυτού του κόσμου είναι η δύναμη και κινητήρια ενέργεια του ο πόθος για εξουσία (του ενός επί των άλλων). Αυτεξούσιος όμως ο Έλληνας και φορέας περισσότερο εθνικών παρά χριστιανικών αρχών, ξέρει, -αντίθετα με τον Κάιν που συνομολόγησε την πρώτη εξέγερση με το έγκλημα- κατά το παράδειγμα του δικού μας αρχέτυπου που είναι ο Προμηθέας, ότι ο επαναστάτης Προμηθέας δεν ορθώνεται ενάντια σε ολόκληρη την δημιουργία, αλλά ενάντια στο Δία, που είναι απλώς ένας από τους θεούς και που οι μέρες του είναι μετρημένες. Πρόκειται ….για μιάν αμφισβήτηση για το καλό και όχι για μια παγκόσμια μάχη μεταξύ του καλού και του κακού, όπως με οξυδέρκεια διαπιστώνει ο Αλμπέρ Καμύ στο κορυφαίο εργόχειρο του με τίτλο ο επαναστατημένος άνθρωπος.
Προσπαθώ να διώξω την επίμονη ιδέα, όμως η ιστορική πραγματεία συνηγορεί αμείλικτα υπερ της εκτίμησης ότι συμμετρική είναι η σχέση και κατά αναλογία του καλού και του κακού, στους Έλληνες. Εξ ου και η εμφυλιοπολεμική μας μανία είναι αδιαχώριστη από την πολεμική αρετή και το ηρωικό της στοιχείο. Η φοβερή αυτή αρετή που τόσο θαυματούργησε στα πεδία του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών, της Αλαμάνας, της Γραβιάς, της Πίνδου, του Λιοπετρίου αλλά και στις θάλασσες της Σαλαμίνας, του Αιγαίου και της Κύπρου, εντελώς δυστυχώς, αυτή η γάγγραινα του αδελφοκτόνου σπαραγμού, είναι και αυτή μέρος οργανικό των αρετών ημών των Ελλήνων. Αποτελεί εμφύτευμα ιδρυτικό της συλλογικής μας ταυτότητας. Είναι -φευ- αναπόδραστη συνιστώσα της ειμαρμένης που κτίστηκε βήμα-βήμα στην αργόσυρτη πορεία του έθνους, με επιλογές των Ελλήνων και όχι των θεών, δικών μας ή άλλων. Μόνο αν κατανοήσουμε αυτή την στρατηγικής σημασίας αλήθεια θα μπορέσουμε να την υπερβούμε. Μόνο αν αποβάλουμε την ιδέα ότι αποτελεί θεϊκή ή άλλης εν πάσει περιπτώσει μεταφυσικής δύναμης κατάρα, θα δυνηθούμε να την νικήσουμε. Διότι όσο πιστεύουμε και τη θεωρούμε ως από θεού ή από κισμέτι, πεπρωμένο δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα υπέρβασης.
Ένας είναι ο δρόμος της άρσης του συνδρόμου. Η πρόνοια και η πρόληψη. Ο δρόμος που περνά κατ’ αρχήν μέσα από την παραδοχή, μέσα από την πλήρη συνειδητοποίηση του αναστρέψιμου του φαινομένου. Διότι εφόσον όλες οι αρετές και τα πάθη, όλες οι αναλαμπές και τα λάθη προέρχονται από εμάς τους ίδιους, τότε είναι στο χέρι μας, στο θέλω μας, να συμφωνήσουμε τους προληπτικούς όρους. Να συμφωνήσουμε σε μηχανισμούς και μέτρα ικανά να λειτουργούν ως τροχοπέδη σε μια ενδεχόμενη νέα αλληλοφαγία. Δύσκολο; ναι πολύ, όμως δεν υπάρχει άλλη οδός, άλλη πέδη και δικλείδα. Ο ελληνισμός πρέπει να βρει τη δύναμη και τον τρόπο να ομοφωνήσει πάνω σε μια ειδική χάρτα, σε ένα παράλληλο σύνταγμα, περιεχόμενο των οποίων θα είναι ο τρόπος και οι μέθοδοι, οι ρήτρες οι αποτρεπτικές και οι απαγορευτικές αυτοδεσμεύσεις.
Παράλληλα πρέπει να συντάξει ένα νέο καταστατικό παιδείας, ένα νέο κώδικα μαθήσεως και μνημονεύσεως της ιστορίας και των διδαγμάτων της. Χρειαζόμαστε μια παιδεία ελληνική και όχι ελληνοκεντρική, εθνική και όχι εθνοκάπηλη, ούτε όμως και εθνικο-απωθητική, εθνικόφοβη και αυτοκαταστροφική. Οι αξίες του ελληνισμού είναι πανανθρώπινες, διαχρονικές και διατοπικές, είναι αρχέτυπες, μερικές δε προκρίνονται να παραμένουν αιώνιες εις το διηνεκές. Απυρόβλητες. Εκτός βεληνεκούς οποιουδήποτε τόξου, υλικού, πνευματικού, ηθικού ή ανήθικου, δικού μας ή ξένου.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα ο ελληνισμός συγκαλείται από δυο αξιακής σημασίας αισθήματα. Το ένα είναι η αυτοπεποίθηση. Το άλλο η αρνησηφοβία. Να απαλλαγούμε από τον φόβο που έχει επισωρεύσει στις ψυχές των Ελλήνων, εδώ και εκατό χρόνια, ο μικρασιατικός όλεθρος, το εμφύλιο σπάραγμα, η χαμερπής χούντα και η τουρκική εισβολή-κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου. Να κερδίσει την ιστορική του αυτοπεποίθηση, που σημαίνει την πίστη στον εαυτό του, στο όνομα του, στις αξίες του βαθύχρωμου πολιτισμού του, της ιστορίας του, των ηρώων του και του μεγαλείου του, κωφεύοντας στα συχνά εύηχα αλλά φθοροποιά τραγούδια των σειρήνων του ανθελληνισμού και της απαξίωσης. Που σημαίνει και στο μέλλον. Στα παιδιά (του) στην παιδεία (του) που είναι ταυτόσημα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας. Διότι παρελθόν χωρίς μέλλον δεν υπάρχει, όπως και μέλλον δεν υπάρχει χωρίς το παρόν να είναι στραμμένο προς την διάρκεια του πολιτισμού μας, η οποία -εν παρόδω- δεν είναι μόνο εθνικό-ηθικής πνοής αλλά και υλικοζωικής. Έχει να κάνει δηλαδή με αυτή τούτη την επιβίωση μας ως προσώπου που το χαρακτηρίζει η ετερότητα και η ακεραιότητα. Έχουμε ταυτότητα και η διαφορετικότητα μας δεσμεύει το υπαρξιακό μας συνειδέναι κατά τον ίδιο τρόπο που η φύση διατηρεί όλα τα διαφορετικά είδη. Η διαφορετικότητα, που χρωματίζει και την ιδιαιτερότητα του κάθε πράγματος, δεν δεσμεύει αποκλειστικά τα φυσικά φαινόμενα αλλά και τα ανθρώπινα. Εγκαρσίως τα άτομα και κατά μήκος τις ομάδες και τα σύνολα. Οπότε η υπεράσπιση της συλλογικής ταυτότητας του ελληνικού συνειδέναι και του πάτριου ήθους που την χαρακτηρίζει, συνιστά καθήκον εκ των ων ουκ άνευ.