ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ, 09/02/2021
Ήμασταν γεμάτοι έγνοιες για το μέλλον καθώς περνούσε η γεμάτη ανοησίες ζωή μας και παρηγορούμασταν με τις μέρες μας που περνούσαν πολύ γλυκά. Ναι, ήμασταν από αυτόν τον κόσμο, ζούσαμε σε αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν ενδιαφερόμασταν για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό μας. Όμως, είχαμε περικυκλωθεί από μια ζώνη πυρός. Σαν κόλαση. Όμως, δεν μας ένοιαζε διότι η φωτιά δεν είχε μεταπηδήσει ακόμα πάνω μας. Ήμασταν αδιάφοροι αν και κάποτε είχαμε περάσει μέσα από εκείνη τη ζώνη πυρός. Στις θάλασσές μας υπήρχαν πρόσφυγες που καθώς έφευγαν από την κόλαση με σαπιοκάραβα έπεφταν στη θάλασσα από τις βάρκες που αναποδογυρίζονταν.
Γίνονταν τροφή για τα ψάρια. Και εμείς ψαρεύαμε στις θάλασσες που εκείνοι είχαν γίνει τροφή για τα ψάρια. Φρέσκα ψάρια που πάχυναν με ανθρώπινο κρέας. Τα έφερνε ένα γκαρσόνι στο τραπέζι μας. Πονούσε η καρδιά μας βλέποντας τα παιδιά που τα άψυχα σώματά τους δεν έγιναν τροφή για ψάρια και ξεβράζονταν στην ακτή σαν νεκρά ψάρια. Πενθούσαμε μερικές μέρες, βάζαμε για μερικές μέρες κονκάρδα στο στήθος που έγραφε «όχι στον πόλεμο» και ύστερα το ξεχνούσαμε. Έρχονταν κάποιοι από το εξωτερικό, διοργάνωναν εργαστήρια για εμάς, έκαναν σεμινάρια και άλλα παρόμοια και προσπαθούσαν να μας εκπαιδεύσουν. Μας έλεγαν για παράδειγμα να κάνουμε δημοσιογραφία της ειρήνης. Να είμαστε θετικοί. Να μην βλέπουμε αίμα. Να μην δημοσιεύουμε φωτογραφίες με αίμα. Να μην γράφουμε ότι αυτοκτόνησε κάποιος, να γράφουμε ότι πέθανε. Να μην λέμε στη γυναίκα «κυρία», να της λέμε μόνο «γυναίκα». Να αφαιρέσουμε τα σύμβολα με τους πιθήκους. Να μην γράφουμε από πού είναι εκείνοι που διαπράττουν εγκλήματα, που κάνουν ληστείες, που κάνουν κλοπές και πεθαίνουν σε ένα δυστύχημα. Να μην λέμε για παράδειγμα «είναι από την Τουρκία» ή «Κύπριος». Να μην λέμε είναι από την Αλεξανδρέττα, από τα Άδανα. Να μην δημοσιεύουμε την τελετή αποκεφαλισμού που έκαναν οι τζιχαντιστές στη Συρία ή το κάψιμο ζωντανών ανθρώπων σε σιδερένια κλουβιά. Όλα αυτά με έπαιρναν πίσω στη Μόσχα. Εκεί υπήρχαν όλα όσα ζητούν από εμάς τώρα. Στον σοσιαλιστικό Τύπο. Έπεφτε αεροπλάνο και δεν το έγραφαν οι εφημερίδες. Γινόταν φόνος στην πόλη δεν το έγραφαν. Εκδίδονταν του κόσμου οι εφημερίδες και τα περιοδικά και σε όλα υπήρχαν πρόσωπα χαμογελαστά και θετικά άρθρα. Δεν μπορούσες ποτέ να δεις μια φωτογραφία με αίμα. Σαν να είχε απαγορευθεί η απαισιοδοξία και είχε γίνει υποχρεωτική η ευτυχία. Εκείνη την εποχή είχα διαβάσει και ένα ποίημα γραμμένο από έναν Γερμανό ποιητή που ξεχνώ το όνομά του για το φασιστικό σύστημα στη Γερμανία. Δεν το ξεχνώ ποτέ. Έλεγε το εξής:
«Κοίταξε, δεν ήταν δυνατόν,
στο τέλος έβγαλε έναν νόμο η κυβέρνηση
ότι απαγορεύεται η δυστυχία,
από εκείνη τη μέρα στη χώρα
μόνο ευτυχισμένοι άνθρωποι υπήρχαν».
Γιατί τα γράφω τώρα αυτά; Είναι πολύ αργά, έτσι δεν είναι; Θα γράψω πώς πέσαμε σε αυτά τα χάλια; Το έγραψα χίλιες φορές. Να το ξαναγράψω; Μήπως ακόμα υπάρχει κανείς που δεν ξέρει γιατί είμαστε σε αυτό το χάλι; Δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Δεν υπάρχουν απαντήσεις! Μήπως ήταν πιο έξυπνοι εκείνοι που ήρθαν από το εξωτερικό και μας δίδαξαν; Ποιος μας έμαθε τον τρόπο να είμαστε ευτυχισμένοι στον σκισμένο μας χάρτη; Γιατί πέφτουν οι πωλήσεις της εφημερίδας όταν βάλεις έναν πρωτοσέλιδο τίτλο για τη Συρία, το Ιράκ; Σκεφτήκατε από ποια κόλαση έφυγαν και από ποιον έτρεξαν να φύγουν οι πρόσφυγες με παιδιά που συνελήφθησαν στις θάλασσές μας παράτυπα; Σε τι είδους κόλαση μετατράπηκε η πατρίδα τους και βγαίνουν σε αυτό το πολύ επικίνδυνο ταξίδι με σαπιοκάραβα, πληρώνοντας μεγάλα ποσά στους εμπόρους ανθρώπων και ρισκάροντας να πεθάνουν στις φουρτουνιασμένες θάλασσες. Ποιος μετέτρεψε τη χώρα τους σε κόλαση; Ξέρετε ότι ένας από τους βασικότερους που το έκαναν είναι ο δικτάτορας που κυβερνά και εμάς τώρα; Τώρα έπιασε όλους ο φόβος του ιού. Ο φόβος του θανάτου! Μήπως τους νοιάζουν τα παιδιά της Συρίας, του Ιράκ, της Λιβύης, της Υεμένης, της Παλαιστίνης; Αυτά ζουν αντιμέτωπα με τον θάνατο εδώ και χρόνια ούτως ή άλλως. Ποιος ξέρει, ίσως σκέφτονται τώρα ότι γίναμε ίσοι επειδή ζείτε και εσείς με τον φόβου του θανάτου και χαίρονται επειδή είχατε μείνει σιωπηλοί στον πόνο τους.
Ιδού, μια ηλιόλουστη, ήπια, γλυκιά μέρα. Αλλά δεν μπορούμε να βγούμε έξω. Δεν μπορούμε να πάμε εκδρομή στα βουνά, στις ακροθαλασσιές. Δεν μπορούμε να μαζέψουμε μανιτάρια. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε από τη Λευκωσία και να πάμε μέχρι την άκρη της Πάφου. Το έξω μας καλεί. Αλλά δεν μπορούμε να βγούμε. Κοιτάμε έξω από τα μπαλκόνια, από τα παράθυρα. Μέσα στα σπίτια μια μυρωδιά από κάρβουνο. Καίνε τα μαγκάλια. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει χωρίς εμάς. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις, λένε. Μήπως εμείς σπείραμε ιό και θερίζουμε τώρα ιό; Ποιος ξέρει. Ίσως να ήταν ιός αυτό που σπείραμε. Και δεν το αντιληφθήκαμε…