Τα έγραψε η ιστορία, τα είχε ξαναγράψει και ο υποφαινόμενος, αλλά έχει σημασία να τα θυμόμαστε κάθε φορά που οι σειρήνες της πολιτικής ανεπάρκειας παρουσιάζουν μια εικόνα ονειρική, λες και βρισκόμαστε ένα βήμα από το να αμοληθούμε στους δρόμους και να αγκαλιάσουμε τους Τουρκοκύπριους αδελφούς μας που μια κακή μοίρα μας κρατούσε χωριστά. Αρκεί να πεισθεί ο διαπραγματευτής που μας εκπροσωπεί να πάει χαρωπά – χαρωπά στο τραπέζι των συνομιλιών και να δώσει με το χουβαρνταλίκι του την πολιτική ισότητα που του ζητούν. Τίποτε άλλο δεν θέλουν οι αδελφοί μας, έτοιμοι είναι κι αυτοί για τις αγκαλιές και τα πολύχρωμα μπαλόνια που θα πετάξουμε στους ουρανούς, όπως τότε που άνοιξε η Λήδρας και στέλναμε το μήνυμα στον κόσμο που μας παρακολουθούσε πως έπεσε το τείχος της ντροπής.
Ακούστε, κύριοι, ακούστε γιατί παράγινε το κακό με την αλλοφροσύνη που μας πουλάτε. Από το 1878, όταν οι Βρετανοί πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο και άρχισαν να οργανώνουν τη διοίκηση του νησιού, οι Τουρκοκύπριοι έθεταν ζητήματα διχοτόμησης και αυτονομίας. Απαιτούσαν να διατηρήσουν τα προνόμια που είχαν από την οθωμανική αυτοκρατορία σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Το 1907, δηλαδή πριν από ένα αιώνα, ζητούσαν από τους Βρετανούς να επιβάλουν δημαρχεία με εκ περιτροπής δήμαρχο, έναν Έλληνα και έναν Τούρκο. Από τότε μέχρι σήμερα η ιστορία καταγράφει εκατοντάδες τουρκικές ενέργειες με στόχο τη διχοτόμηση και ούτε μία, ΟΥΤΕ ΜΙΑ, που να έχει στόχο την αναγνώριση μίας κοινής πατρίδας και ενός λαού, που συμβιώνει και συνδιαχειρίζεται την πατρίδα του. Το 1926, για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι δημοτικοί σύμβουλοι Λευκωσίας απαιτούσαν να εκλέγεται μουσουλμάνος αντιπρόεδρος ή αντιδήμαρχος. Το 1947 το αίτημα των δημοτικών συμβούλων Λεμεσού ήταν να υψώνουν την τουρκική σημαία στο δημαρχείο κατά τις τουρκικές εθνικές εορτές και το έκαναν. Να μην πούμε για τις ταραχές που προκαλούσαν συνέχεια στα επόμενα χρόνια, τις λεηλασίες και τις δολοφονίες, αυτά είναι γνωστά, ούτε για τους θύλακες που σχεδίαζαν από το ‘55 σε όλους τους δήμους και καταδίωκαν από αυτούς τους Ελληνοκύπριους και τους εξανάγκαζαν να εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους και να τρέχουν να σωθούν, όλα με σκοπό τον γεωγραφικό διαχωρισμό και την εκκαθάριση περιοχών από τους χριστιανούς. Στην Πάφο, ας πούμε, μετά το ‘60, μετά τις Συμφωνίες, έκτιζαν και τείχος για να οριοθετήσουν (μονομερώς και παράνομα, φυσικά) τη δημοτική περιοχή τους. Να μην πάμε στο ‘63, στο ‘64, στο ‘67, στο ‘74, στο ‘84 ή στη Δερύνεια του 1996.
Τώρα ξαφνικά λοιπόν, ας μην λέμε παραμύθια ο ένας στον άλλο ότι οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους όλη αυτή την ιστορία για να αγκαλιαστούν με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες τους και να κτίσουν κοινό μέλλον στην ίδια γη, αρκεί να έχουν πολιτική ισότητα. Ο στόχος παραμένει αναλλοίωτος και τα μηνύματα τους είναι πεντακάθαρα: Μένουν πιστοί στον γεωγραφικό διαχωρισμό του νησιού και στην αυτονομία κι ας έχουν την Τουρκία στα κεφάλια τους. Ελάχιστοι μόνο έχουν αντιληφθεί, μετά από τόσα χρόνια έμπρακτα στην αγκαλιά της Τουρκίας που τους έχει μετατρέψει σε κομπάρσους των συμφερόντων της, ότι αυτό το καθεστώς δεν τους οδηγεί πουθενά. Όταν προπάντων, θα μπορούσαν να είναι Ευρωπαίοι πολίτες, μαζί με τους Ελληνοκύπριους. Σήμερα έχει προστεθεί στις πλάτες τους η εμπειρία της τουρκικής βουλιμίας και της γενοκτονίας διά του εποικισμού, η απογοήτευση της μη λύσης, ακόμα και από τους πιο πολλά υποσχόμενους Χριστόφια και Ταλάτ, Αναστασιάδη και Ακιντζί, και η οικονομική κρίση, που τους επιβάλλει οικονομικά πακέτα στα μέτρα των Τούρκων της Ανατολίας.
Ακόμα και με αυτές τις εμπειρίες, δεν μπαίνει ούτε κατά διάνοια στους προβληματισμούς τους να αλλάξουν στόχους, να πιστέψουν πως είναι προς το συμφέρον τους η απαλλαγή της πατρίδας τους από την Άγκυρα και τον στραγγαλισμό της. Μια πορεία πέραν των εκατό χρόνων, σπαρμένη με αιματηρά γεγονότα, δολοφονίες, λεηλασίες, βομβαρδισμούς και στρατιωτική εισβολή και κατοχή, δεν αναιρείται επειδή θα δώσουμε σήμερα «αριθμητική ισότητα». Όπως δεν αναιρέθηκε όταν δώσαμε όλα όσα ζητούσαν πριν από αυτό. Τραβήξτε, λοιπόν, και λίγο χειρόφρενο να σκεφτούμε τι κάνουμε, η κατηφόρα μπορεί να οδηγεί κάπου, αλλά μέχρι να φτάσουμε δεν θα μας μείνει τίποτα γερό.
aristosm@phileleftheros.com