Αυτή είναι μια ταινία ακριβώς για εμάς. Όσοι δεν την είδαν, να τη δουν. Στο Netflix. Εκεί θα βρείτε τον εαυτό σας. Τη ζωή σας. Τη ζωή σας που κλάπηκε και δεν τοποθετήθηκε ξανά στη θέση της. Δεν είστε ένας Ελληνοκύπριος. Δεν είστε ένας Κούρδος. Δεν είστε ένας Αρμένιος. Δεν είστε ένας Αλεβίτης. Και δεν είστε ένας Ασσύριος.
Είστε Κύπριος. Αλλά έχετε πολλές ομοιότητες με εκείνους που ανέφερα πιο πάνω. Δολοφόνησαν και εσάς. Έριξαν και εσάς σε λάκκους και πηγάδια. Έκλεψαν και τις δικές σας περιουσίες ως πλιάτσικο. Λήστεψαν και τα δικά σας σπίτια. Μέχρι και τις πόρτες σας και τα παντζούρια σας. Δεν ζήσατε στη Μαρντίν ή στο Ντιγιαρμπακίρ, ούτε και στην Κωνσταντινούπολη. Ζήσατε στην Κύπρο. Όμως, πάθατε και εσείς αυτά που έπαθαν εκείνοι. Διότι εκείνοι που τα έκαναν ήταν άτομα που προέρχονταν από την ίδια φυλή και θρησκεία.
Ο ήρωας αυτής της ταινίας είναι ένας Ασσύριος. Οι Ασσύριοι οι οποίοι θεωρούνται από τους αρχαίους λαούς της Μεσοποταμίας. Δεν ήταν μουσουλμάνοι. Ήταν χριστιανοί. Μην μπορώντας να αντέξουν κάποιες πιέσεις, επέλεξαν το Ισλάμ. Είδα πάρα πολλούς Ασσύριους στη Σουηδία. Πολιτικούς πρόσφυγες. Έφυγαν από την Τουρκία και κατέφυγαν εκεί. Γιατί έφυγαν από την Τουρκία; Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία δεν μπορούν εύκολα να έχουν ζωή εκεί. Το τουρκικό έθνος δεν χωνεύει και πολύ τις μειονότητες. Σε αυτό βεβαίως έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν.
Ο ήρωάς μας επιστρέφει μετά από χρόνια από τη Γερμανία στην Τουρκία. Και παίρνει τον δρόμο προς την πατρίδα του τη Μαρντίν. Ο γιος του Μιχαήλ δολοφονήθηκε πριν χρόνια. Ύστερα ρίχτηκε σε ένα πηγάδι. Όμως, η σορός του αγνοείτο. Τώρα τον ειδοποίησαν μόλις βρέθηκε μέσα στο πηγάδι. Λέγοντάς του έλα να δεις αν είναι ο γιος σου. Θα κάνουν εξέταση DNA. Αφού ήρθε στη Μαρντίν, ο άνδρας πηγαίνει στο παλιό πλίθινο σπίτι του. Στο σπίτι του όπου τα παράθυρά του είχαν κάνει φτερά και είχε ληστευτεί. Τα περιστέρια έκαναν φωλιά εκεί. Και τι να δει άλλο. Έλειπε και η πόρτα του σπιτιού. Η ωραία, ξύλινη λαξευτή πόρτα. Αυτό ήταν που τον έκανε να πονέσει ουσιαστικά. Η αξία εκείνης της πόρτας ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτόν. Διότι την έκανε με τα ίδια του τα χέρια. Μαζί με τον γιο του που δολοφονήθηκε. Άρχισε να ψάχνει την πόρτα. Ποιος την αφαίρεσε και την πήρε. Πού τη μετέφερε. Μήπως και εσείς έτσι δεν βρήκατε τις πόρτες των σπιτιών σας όπου πήγατε μετά από χρόνια; Μήπως δεν έφτιαξαν φωλιά περιστέρια στο σπίτι σας από το οποίο κλάπηκαν τα πράγματά σας; Έμοιαζε ακριβώς με αυτό το διώροφο πλίθινο σπίτι που είδα στον Άγιο Θεόδωρο. Μήπως θα μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του όταν πήγε εκεί μετά από χρόνια ο θείος Σαλίχ, ο οποίος δεν ήθελε να φύγει από εκείνο το σπίτι το 1974 παρά το γεγονός ότι είχε στείλει ολόκληρη την οικογένειά του στον βορρά και έμεινε μόνος του εκεί ακόμα δύο χρόνια;
Ο ήρωάς μας στην ταινία βρίσκει εκείνη την πόρτα ρωτώντας. Όποιος και αν την είχε πάρει, την πούλησε. Σε κάποιον ιδιώτη συλλέκτη. Πηγαίνει στην αίθουσα όπου εκτίθεται η πόρτα του μαζί με άλλες πόρτες. Και τη βρίσκει εκεί. Πλησιάζει την πόρτα, την αγκαλιάζει, τη μυρίζει και τη φιλά. Οι υπεύθυνοι θέλουν να τον εμποδίσουν. «Αυτή η πόρτα είναι δική μου, εγώ την έφτιαξα», τους λέει. Δεν τον πιστεύουν. Τον θεωρούν τρελό. Και τότε βγάζει το τεράστιο κλειδί που είχε στην τσέπη του, το βάζει στην κλειδωνιά μπροστά στα έκθαμβα μάτια όλων και ανοίγει την πόρτα. Ύστερα αγοράζει την πόρτα απ’ αυτούς. Επιστρέφει στο χωριό του. Θάβει τον γιο του με τα ορθόδοξα έθιμα. Σκεπάζει το φέρετρο με την πόρτα.
Είναι μια ταινία ακριβώς για εμάς. Ας είναι παράδειγμα για τους ανθρώπους της TRT που έκαναν μιαν παράλογη ταινία γεμάτη μίσος και εχθρότητα όπως η σειρά «Κάποτε στην Κύπρο». Αν γυριστεί μια ταινία για εμάς, έτσι πρέπει να γίνει. Πόλεις που ληστεύτηκαν. Χιλιάδες σπίτια που λεηλατήθηκαν. Και ματωμένα πτώματα πεταμένα σε πηγάδια. Τι ταινίες γίνονται σε αυτό το νησί. Τι τραγικές ιστορίες. Κοιτάμε όλα αυτά από τη χαραμάδα μιας κλεμμένης πόρτας. Είναι αρκετή ακόμα και μια πόρτα. Για να διηγηθεί την ιστορία μας…