Menu Close

Αναρτήσεις

Μετάλλαξη

Ο ιός υπέστη μετάλλαξη και εμείς δεν έχουμε υποστεί; Τι σημαίνει μετάλλαξη; Αλλαγή! Μόνιμη αλλαγή. Και εμείς αλλάξαμε. Αφομοιωθήκαμε. Δεν είμαστε μια καθαρή κοινότητα όπως παλιά. Μια άλλη κοινότητα αναμείχθηκε μέσα μας. Έκανε τον πολιτισμό μας και την ταυτότητά μας να μοιάζει με την ίδια. Χάσαμε την ταυτότητά μας και τη ρίζα μας. Αυτό δεν έγινε κατόπιν πίεσης, με το ζόρι. Έγινε οικειοθελώς. Διότι είμαστε από την ίδια φυλή και την ίδια θρησκεία. Μιλούμε την ίδια γλώσσα. Και εκείνοι που μας αφομοίωσαν είναι Τούρκοι και μουσουλμάνοι και εμείς. Γι’ αυτό κάποιοι το θεώρησαν πολύ φυσιολογικό αυτό. Μάλιστα χάρηκαν πολύ γι’ αυτό. Επειδή σε τελική ανάλυση είμαστε από την ίδια φυλή και θρησκεία, δεν υπήρχε ζήτημα.

Ξέχασαν ότι ζούμε σε μιαν άλλη χώρα εδώ, είμαστε πολίτες ενός άλλου κράτους και μοιραζόμαστε αυτό το νησί με μιαν άλλη κοινότητα. Άφησαν αυτή την κοινότητα και επιχείρησαν να ενωθούν με την κοινότητα μιας άλλης χώρας. Δεν έδωσαν καθόλου σημασία στο γεγονός ότι η γεωγραφία και όχι η ιστορία είναι το πιο σημαντικό πράγμα που ενώνει τον λαό μιας χώρας. Όμως, υπήρχαν πιο ισχυροί δεσμοί ανάμεσα σε αυτούς και την κοινότητα με την οποία ζούσαν μαζί σε αυτή τη γεωγραφία. Μπορεί να είχαν διαφορετική θρησκεία, γλώσσα και φυλή, όμως, παρά ταύτα, έμοιαζαν μεταξύ τους πολύ περισσότερο παρά με την κοινότητα μιας άλλης χώρας. Μιλούσαν τις διαφορετικές γλώσσες με την ίδια διάλεκτο, τους ίδιους τονισμούς. Υπέβαλλαν ερωτήσεις με τον ίδιο τρόπο, απαντούσαν με τον ίδιο τρόπο. Δεν είχαν ερωτηματικά μόρια. Δεν έλεγαν «μήπως πήγες;», έλεγαν «πήγες;» Ο τρόπος ζωής τους ήταν ο ίδιος. Ήταν συνήθεια σε ολόκληρο το νησί να κερνούν γλυκό του κουταλιού καρυδάκι και νεράντζι σε όσους τους επισκέπτονταν. Τούρκοι και Έλληνες ανεξαιρέτως λάτρευαν τα αγρέλλια και το καππάρι ξιδάτο. Τα τραπέζια στις ταβέρνες τους γέμιζαν παντού με μικρά πιατάκια με μεζέδες χίλιων δυο ειδών. Δεν διέφεραν στο χουβαρνταλίκι, στην μπερμπαντιά, στην τσαχπινιά και στον έρωτα. Ίδιες ήταν και οι βρισιές τους. Και τα λόγια αγάπης τους. Ήταν άνθρωποι ρομαντικοί και συναισθηματικοί. Έκλαιγαν στις ταινίες που δεν είχαν αίσιο τέλος. Τους άρεσε να φωνάζουν τους μικρότερους λέγοντας «έλα εδώ ρε κερατά, έλα εδώ ρε πεζεβέγκη». Ήταν και αυτό ένα μέρος της αγάπης τους. Όπως ακριβώς και το να λένε οι ερωτευμένοι νεαροί ο ένας στον άλλο «πουλί μου» με πολύ αγάπη. Η αγάπη δυνάμωνε πιο πολύ μέσα στις βρισιές.

Έχω να πω το εξής: Σαν να ήταν αντίγραφο ο ένας του άλλου, όμως οι διάβολοι τούς έπαιξαν ένα άσχημο παιχνίδι. Επωφελούμενοι από το γεγονός ότι προέρχονταν από διαφορετική φυλή και θρησκεία, τους έβαλαν να μαλώνουν μεταξύ τους. Τους έκαναν εχθρούς μεταξύ τους. Και τους έβαλαν να συγκρουστούν. Έσπειραν σπόρους μίσους ανάμεσά τους. Ανάμεσά τους υπήρξαν και κάποιοι που αντιλήφθηκαν αυτό το παιχνίδι και κάποιοι που δεν το αντιλήφθηκαν. Εκείνοι που δεν το αντιλήφθηκαν ήταν η πλειοψηφία δυστυχώς. Ο λαός που έπρεπε να πολεμήσει ενάντια σε εκείνους που ήρθαν απ’ έξω για να προστατεύσει την πατρίδα του, τους άφησε εκείνους και άρχισε να πολεμά μεταξύ του. Χύθηκε πολύ αίμα. Πέθαναν πολλοί και από τις δύο πλευρές. Η πατρίδα μας γέμισε παντού τάφους με σταυρούς και ημισέληνους. Όταν μπήκε αίμα ανάμεσά μας, δεν επανακάμψαμε ξανά. Ενώ έκαναν το σήμα της νίκης εκείνοι που μας έβαλαν να συγκρουστούμε, τα δάκρυά μας έτρεχαν ποτάμι.

Δεν μοιάζουμε με τους άλλους λαούς εμείς. Έχουμε μιαν μητέρα πατρίδα. Εκείνοι δεν έχουν! Έφερε πολλούς μπελάδες στο κεφάλι μας αυτό το θέμα της μητέρας πατρίδας. Και στο δικό μας κεφάλι και στο κεφάλι των Ελληνοκυπρίων. Αν και μας έκανε τόσα κακά, κλείναμε πάντα τα μάτια λέγοντας είναι η μητέρα πατρίδα μας. Λόγω αυτής της παράξενης εξάρτησης, δεν μπορέσαμε ποτέ να γίνουμε ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι. Ειδικά εμείς οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορέσαμε να έχουμε φωνή στον κόσμο επειδή χάσαμε την ταυτότητά μας. Ως εισβολείς και κατακτητές, μας έφτιαξαν ένα κράτος μαριονέτα σε αυτό το μικρό σαν παλάμη κομμάτι εδάφους που διοικούν οι ίδιοι. Μιαν βουλή μαριονέτα. Μιαν κυβέρνηση μαριονέτα. Και αμέσως μετά αφομοίωση. Μας μετέφεραν απ’ έξω πληθυσμό πολλαπλάσιο από τον δικό μας. Δεν δυσκολεύτηκαν και πολύ να αντιληφθούν τους σάπιους ανάμεσά μας. Τους πήραν και τους έβαλαν να καθίσουν στις καρέκλες. Υπουργούς, πρωθυπουργούς, προέδρους της δημοκρατίας. Και εκείνοι άρπαξαν ευχαρίστως αυτές τις καρέκλες γνωρίζοντας ότι είναι μαριονέτες. Μόνο ένα προσόν ζητούσε να έχουν ο κατακτητής μας. Υπακοή. Δηλαδή υποταγή. Δεν ήταν και πολύ σημαντικό αν ήταν ανόητοι και πνευματικά καθυστερημένοι.

Ιδού, μιαν τέτοια μετάλλαξη έχουμε υποστεί. Παλιά το σταφύλι μαύριζε όταν το κοιτάζαμε. Τώρα μαυρίζουμε εμείς όταν τους κοιτάμε. Το μέσα μας, το έξω μας, έγινε κατάμαυρο. Ακόμα και αν υπάρξει αλλαγή οργάνων, τι ωφελεί; Σκοτίστηκε η μετάλλαξη!

Posted in Politics, Από Πολίτη

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *